Αισθανόταν την περιλάλητη συμμετρία τους να κλυδωνίζεται


Τώρα που προσπαθεί να ξαναθυμηθεί τι ακριβώς έγινε στου Απότσου χτες το μεσημέρι κι όσα επακολούθησαν, δεν μπορεί. Ούτε το πρόσωπό του πάλι μπορεί να θυμηθεί, παρά μόνο στιγμή στιγμή τον πόνο που της προξένησε, ώσπου ξαναβρίσκει αστραπιαία τον εαυτό της να τον αποχαιρετά στο αεροδρόμιο, περπατώντας ύστερα ίσαμε το ταξί, ανάμεσα σε κόρνες και σε σκόνη, έπειτα από δέκα μέρες θα επέστρεφε επιτέλους στο σπίτι της, σαν να επέστρεφε από ταξίδι μακρινό μ’ όλες τις εντυπώσεις της νωπές κι ανάκατες, έτρεχε το ταξί κι η Όλγα αισθανόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα ’σμιγαν οι άκριες της περιφέρειας που θα την κύκλωνε.
Το ξέρει όμως πως όταν του πρότεινε να χωρίσουν ήταν εντελώς αξεκαθάριστο στο κεφάλι της, σαν παραμιλητό ή σαν να αφορούσε κάποιους άλλους. Ίσως κι απ’ την κακιά της πρόθεση να τον πληγώσει· ολόκληρο το χτεσινό πρωινό την είχε ταλαιπωρήσει στα μαγαζιά, μόνο και μόνο για να μπορέσουν να βρουν ένα δώρο για τη Σιμόν, κάτι που να είναι χαριτωμένο κι απρόσωπο, κι αν είναι δυνατόν, κάτι που να θυμίζει Ρώμη. Στην αρχή διασκέδαζε η Όλγα κι ενδιαφερόταν ειλικρινά από δω κι από κει στις βιτρίνες, έπειτα όμως άρχισε να κουράζεται, η ώρα περνούσε κι ο Μάρκος δεν έβρισκε τίποτα κατάλληλο, όταν καμιά φορά ξεχώρισε μιαν επίχρυση καρφιτσούλα, αυτό θα της αρέσει, θα την κάμει να γελάσει, έλεγε ευχαριστημένος. Και ξαφνικά η Όλγα αηδίασε. Όσο κι αν τον καταλάβαινε, δεν της ήταν εύκολο να παραβλέψει τη γελοιότητα και την ευτέλεια της εξιλέωσης που επιζητούσε. Κάθισαν ύστερα στου Απότσου να τσιμπήσουν κάτι. Τότε ακριβώς, καθώς πλησίαζε το γκαρσόνι με το δίσκο, σαν ν’ άστραψε μέσα της, και μόλις τον ακούμπησε στο τραπεζάκι, ούτε καν είχε προλάβει να τους γυρίσει την πλάτη, του πρότεινε ψελλίζοντας να χωρίσουν, δίνοντας του μάλλον τη δυνατότητα ν’ αποφασίσει ο ίδιος οριστικά, κι αυτό που έλπιζε αμέσως μετά, όταν πια είχε ακούσει τη φωνή της κι είχε μετανιώσει τρομαγμένη, ήταν απλούστατα να προσπαθήσει να τη μεταπείσει, αλλ’ ο Μάρκος βιάστηκε και την περιτύλιξε με την πιο δύσκολη συγκίνηση κι ήταν ολότελα απροετοίμαστη, έπρεπε πια να τον παρηγορεί και να παρηγοριέται και την ίδια στιγμή να τον ακούει να της λέει πόσο την αγαπά και τη θαυμάζει, δεν είναι μόνο ο άλλος του εαυτός, αλλά και ο καλός του εαυτός, Όλγα, δε θέλω να σε χάσω, της έλεγε πνιγμένος στα δάκρυα, συνεχίζοντας ότι η πιο μεγάλη δυσκολία μ’ αυτούς είναι που ζουν σε διαφορετικές πόλεις κι όχι που είναι παντρεμένος, γιατί να επιμένει τόσο πολύ και να μη συμφωνεί να ζήσει μαζί του στο Παρίσι; Τον άκουγε και τον παρηγορούσε ενώ ταυτόχρονα φανταζόταν τη σχέση τους όπως την αποκάλυπτε στις αληθινές της διαστάσεις μέσα απ’ την απόγνωση του ο Μάρκος: δυο φορές την εβδομάδα στο τάδε ξενοδοχείο ή στη σοφίτα κάποιου φίλου ή καφεδάκι και κουβεντούλα χαμηλόφωνη μ’ υπόκωφους αναστεναγμούς. Αισθανόταν την περιλάλητη συμμετρία τους να  κλυδωνίζεται, έτρεχε πότε στη μιαν άκρη πότε στην άλλη, κάτι να περισώσει απ’ την ολοσχερή ανατροπή που τους απειλούσε, άκουγε τη φωνή του και το κλάμα του, του σκούπιζε τα δάκρυα και τον αγαπούσε, αλλά με τον ίδιο συγχρονισμό μέσα της ήξερε ότι ποτέ δε θα λησμονήσει αυτήν την ταπείνωση, ας έτρεμε αυτός από πόνο κι αγάπη, αυτή παράμενε χολιασμένη μόνο και μόνο γιατί του ’χε προτείνει να χωρίσουν κι αυτός το ’χε δεχτεί με βιασύνη, σαν ν’ ανυπομονούσε μυστικά και σαν να τον έθελγε ο χωρισμός τους. Όλγα, της είχε πει, αφού πια συνήλθε κι είχαν αποφάει αμίλητοι, καλά έκαμες και τ’ αποφάσισες έτσι, όπως και να το σκεφτώ, όπως και να το εξετάσω, είναι προτιμότερο να χωρίσουμε. Σ’ ευχαριστώ.
Μάρω Δούκα
«Η Πλωτή Πόλη»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου