Οδηγούσε, ενώ δεν ξέρει να οδηγεί· οδηγούσε ένα αυτοκίνητο σ’ απόκρημνες ασφαλτοστρωμένες περιοχές, κι από τη μιαν άκρια βρισκόταν στην άλλη τόσο εύκολα, φτερωτή κι ευδιάθετη, ώστε απορούσε. Έφτασε σ’ ένα ψαροχώρι· άδεια εστιατόρια και ταβέρνες, πατημένα ξυλάκια και χωνάκια παγωτού, δεν ήταν σίγουρη ότι έβλεπε πραγματικά τα άδεια εστιατόρια και τις ταβέρνες, προχωρούσε όμως με την αίσθηση του ήσυχου, του έρημου, του μοναχικού να αιωρείται στη ματιά της. Και του καθαρού, του φρεσκοβρεγμένου. Ήξερε ότι αυτό το ψαροχώρι τους θερινούς μήνες είναι σκονισμένο και ξερό. Αλλά τώρα μύριζε δροσιά φθινοπωρινή με νωπά χρώματα. Μπήκε σ’ ένα παλιό σπίτι με παράθυρα δίφυλλα και φεγγίτες. Χωρίς να χτυπήσει το ρόπτρο, ανέβηκε μόνο μιαν κάθετη ξύλινη σκάλα και μπήκε σ’ ένα φωτισμένο δωμάτιο. Την υποδέχτηκε, σαν να την περίμενε, μια νέα γυναίκα μ’ ανοιχτόχρωμο μαντίλι στο κεφάλι, ψηλή, λυγερόκορμη. Τρεις ή τέσσερις άλλες κοπέλες έπλεκαν σιωπηλές. Σήκωσαν τα κεφάλια τους προς το μέρος της χαμογελώντας αινιγματικά σαν να ’θελαν να την προειδοποιήσουν για κάτι, χωρίς ενδιαφέρον όμως, όπως αν ήταν ξηλωμένο απλώς το στρίφωμα της φούστας της· το χαμόγελό τους μάλιστα παρατεινόταν κάπως περιπαιχτικό και η Όλγα προτίμησε να τις αγνοήσει. Η γυναίκα που συμπεριφερόταν ως ιδιοκτήτρια τής άπλωσε ένα κομμάτι ύφασμα διπλόφαρδο, γαλάζιο με σκούρες ρίγες, πλεγμένο με βελόνες. Της άρεσε πολύ και ζήτησε να μάθει την τιμή. Η τιμή τής φάνηκε λογική και είπε ότι θα ήθελε πολλά μέτρα. Η ιδιοκτήτρια την κοίταξε ξαφνιασμένη ευχάριστα, σάμπως να μην πίστευε στην αναπάντεχη ευκαιρία να πουλήσει τόσο ύφασμα. Η Όλγα αισθανόταν άβολα αλλά και κάπως κολακευμένη που τη θεωρούσαν υποψήφια αγοράστρια των εργοχείρων τους. Είχε την εντύπωση πως κρατάει και δαγκώνει ένα πράσινο μήλο, κατάπινε το σάλιο της μ’ ευφορία, αλλά δεν υπήρχε μήλο στα χέρια της. Είπε στη γυναίκα ότι θα ήθελε να μετρήσουν το ύψος του παράθυρου αντίκρυ τους για να υπολογίσει ακριβώς πόσα μέτρα πλεχτό χρειαζόταν. Η γυναίκα έσκυψε υπάκουα, έπειτα ανέβηκε σ’ ένα σκαλάκι, είχε βγάλει απ’ την τσέπη της μια μεζούρα και μετρούσε. Κατόπιν την πλησίασε και της είπε ότι για ένα παρόμοιο παράθυρο χρειάζονται τρία μέτρα. Και τότε η Όλγα σκέφτηκε ότι δε θα είναι ωραίο να κρεμάσει για κουρτίνα ένα πλεχτό που θύμιζε αντρικό πουλόβερ. Απότομα ένιωσε πολύ άσχημα γιατί δε θυμόταν εάν είχε δυο παράθυρα το δωμάτιό της ή μάλλον δε θυμόταν εάν είχε δυο παράθυρα και μια μπαλκονόπορτα ή αντίστροφα. Ντρεπόταν όμως να το ομολογήσει στην πλέκτρια και διασκέδαζε τους δισταγμούς της για την αγορά σκεπτόμενη ότι έτσι κι αλλιώς το μαλλί δε θα πάει χαμένο, θα μπορούσε μελλοντικά να ξεπλέξει τις κουρτίνες που θ’ αγόραζε και να πλέξει ζακέτες, μπλούζες και διάφορα άλλα ζεστά για τους επόμενους χειμώνες. Ξαφνικά διαπίστωσε ότι είχε μείνει μόνη με την ιδιοκτήτρια στο μεγάλο δωμάτιο, που είχε διαμορφωθεί σε υφαντήριο, κάπου θα υπήρχε κι ένας αργαλειός, ίσως πίσω από κάποιο παραπέτασμα, παρ’ ότι δεν υπήρχε παραπέτασμα στο δωμάτιο. Από το παράθυρο φαίνονταν ακίνητα τα κλαδιά ενός δέντρου, μάλλον μηλιάς, όπως υπέθεσε, και τότε η κυρία που της εξηγούσε τους τρόπους κατεργασίας του μαλλιού και της περιέγραφε πολύ παραστατικά, με χειρονομίες, το μόχθο της, απότομα σιώπησε, την τράβηξε λίγο παράμερα χαμογελώντας φιλικά, αδικαιολόγητα μάλιστα τόσο φιλικά, γιατί η Όλγα δεν της είχε δώσει αυτό το δικαίωμα, και της πρόσφερε λίγο ψωμί μελανοκόκκινο και κάπως ρευστό. Δοκίμασε κι αμέσως το ’φτυσε με συγκρατημένη αηδία. Θα είχε περάσει αρκετή ώρα κι είχε την αίσθηση πως είχε ξεκινήσει από κάπου πολύ μακριά, έμενε αναποφάσιστη για τις αγορές της μ’ ένα ευχάριστο συναίσθημα χρονοτριβής, υπήρχαν θολά πρόσωπα μέσα της, ένα ερωτικό ή σαν εξομολογητικό γράμμα απασχολούσε τη σκέψη της, μολονότι δεν την αφορούσε άμεσα, δεν απευθυνόταν σ’ αυτήν, απλώς αισθανόταν μπερδεμένη σε μιαν ιστορία, ιδιαίτερα συγκινημένη από κάτι που της διέφευγε. Διέκρινε στο βάθος ενός αμφιθεάτρου μια σχεδία που την αναγνώριζε από άλλο ξεχασμένο όνειρο, ψιθύριζε τ’ αποστηθισμένα λόγια ενός ρόλου που έμελλε να υποδυθεί και τότε, χωρίς να έχει προηγηθεί κανείς αποχαιρετισμός, καμία έξοδος από το εργαστήριο της λυγερόκορμης γυναίκας, βρέθηκε σε μιαν ακρογωνιαία επιφάνεια μ’ επίπεδους στιλπνούς βράχους που άγγιζαν μόλις τη θάλασσα, ακίνητη κι άγρια, κρύα, παγερή, φουσκωμένη σαν να ’χε πνίξει μέσα της πελώρια κύματα, ακουμπούσε τις παρυφές μιας στέρεης ομίχλης, στεκόταν ακίνητη η Όλγα με δέος και θαυμασμό, χωρίς τρόμο αλλά σάμπως να βρισκόταν εμπρός σ’ ένα βιβλικό επεισόδιο, εκεί όπου στεριά, θάλασσα και ουρανός έσμιγαν σε μια συμπαγή μάζα, παραμονές μιας μεγάλης περιπλάνησης. Ώσπου η ομίχλη εξανεμίστηκε μαζί με την περιπλάνηση, η θάλασσα χαμήλωσε και ψήλωσε ο ουρανός, άνοιξε ταραγμένη τα μάτια της κι αμέσως θυμήθηκε, γύρισε μπρούμυτα και τον έβλεπε με τη ζώνη ασφαλείας, άκουγε το βούισμα του αεροπλάνου και τον απόηχο του συγκρατημένου του λυγμού: Όλγα, σ’ αγαπώ όμως, μην το ξεχνάς – αυτός πετούσε για το Παρίσι κι αυτή τον άκουγε στο αεροδρόμιο, ακουμπισμένη ακόμη επάνω του, τη φιλούσε και της σκούπιζε τα δάκρυα, έπειτα την αποχαιρέτησε πανέτοιμος, με τη θεληματική αταραξία των προσδοκώμενων αναμνήσεων που διαγράφουν κι αποστρέφονται τους ζωντανούς, σ’ αγαπώ, της ξανάπε ψελλίζοντας, μόλις σαλεύοντας τα χείλη, ώστε η Όλγα πιθανόν και να μην τον άκουγε καθόλου, εάν δεν είχε καρφωμένη ικετευτική τη ματιά της στο πρόσωπό του. Την έσφιξε δυνατά, απότομα χαλάρωσαν τα μπράτσα του σαν να την άφηνε να πέσει, έκαμε ανεπαίσθητα να την κρατήσει, αλλ’ οπισθοχώρησε αμέσως κι ακολούθησε σκυφτός την ουρά στον έλεγχο διαβατηρίων.
Μάρω Δούκα
«Η Πλωτή Πόλη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου