«Φανή πώς γίνονται τα παιδιά;»
«Ανοίγεις τα πόδια σου και βγαίνουν αχνιστά μέσα από την κοιλιά σου. Μετά όλη σου τη ζωή τα αγαπάς».
«Μα, Φανή, για να βγουν απ’ την κοιλιά σου, δεν πρέπει πρώτα να τα φας;»
Η Φανή σκάει στα γέλια.
«Χωρίς όμως και να τα μασήσεις!»
Εγώ δεν ξέρω από ποια κοιλιά έχω βγει. Ίσως να με γέννησε η γιαγιά, η γιαγιά έχει γεννήσει όλο τον κόσμο μες στο σπίτι. Νομίζω πως έχει γεννήσει και το Στρατηγό κι όταν τη φωνάζω «μπαμπά» της φυτρώνουν και μουστάκια κάτω απ’ τη μύτη. Ίσως όμως και να ήρθα στη γη κατευθείαν. Ίσως ο Θεούλης να με πέταξε μια νύχτα κατά λάθος, ίσως να είμαι κι ο Χριστός και να μην το ξέρω, γιατί κι αυτός το ανακάλυψε μόνον όταν τον βάλανε πάνω στο σταυρό και του ’πε ο Θεός:
«Δώσε μια κλωτσιά και ξανανέβα αμέσως, διότι είσαι ο γιος μου. Τόσα χρόνια δεν το ’χες καταλάβει, γιατί μόνο θαύματα ήξερες να κάνεις, και δεν είχες μπιτ μυαλό».
Πάντως απ’ όπου και να ήρθα, μ’ αρέσει πολύ εδώ κάτω κι όταν πεθάνω, θα ’θελα να πάω στον Παράδεισο, αλλά πού και πού να πετάω κάτω στη γη, να κάνω και κανένα θαύμα, να κλέβω τη νύχτα γιαούρτια μέσα απ’ τα μαγαζιά, και να τα τρώω το πρωί, καβάλα σ’ ένα συννεφάκι.
Μαργαρίτα Καραπάνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου