Η Κυριακή


Μένουμε δίπλα στο παλάτι.
Στο παλάτι μένουνε ο βασιλιάς, η βασίλισσα και οι λοιποί συγγενείς. Στη μεγάλη πόρτα, για να τους φυλάνε, έχουνε νταντάδες με άσπρες φουστανέλες και κόκκινα χνουδωτά καπέλα. Στα γύρω γύρω, γυαλιστεροί αστυνόμοι φυλάνε τους τοίχους μήπως το σκάσουνε ο βασιλιάς, η βασίλισσα και τα παιδιά τους. Αυτούς όμως δεν τους νοιάζει διόλου. Έχουνε κοτζάμ κήπο για να παίζουνε. Κάθε μέρα τους επισκέπτονται και στρογγυλοί κύριοι που μοιάζουν με χελώνες, κι έτσι έχουνε παρέα.
Το σπίτι μας «εμάς» είναι μεγάλο.
Τα βράδια η γιαγιά σεργιανάει στο σαλόνι και μου δείχνει τους προγόνους. Κάθονται σε πολυθρόνες για να ξεκουραστούν. Κάτω από κάθε όνομα, ένα φωτάκι, και τα κάδρα χρυσά και με τρυπίτσες σαν τυρί. Να κι ο Στρατηγός. Το χέρι μέσα στο σακάκι για να ξεκουμπωθεί κι η ματιά του κατευθείαν στον μπουφέ.
«Ο Στρατηγός», μου λέει η γιαγιά, «έβαλε σε τάξη την Ελλάδα».
Φαντάζομαι το Στρατηγό να συγυρίζει την Ελλάδα και να βάζει κυρίους και κυρίες στα συρτάρια.
Την Κυριακή η γιαγιά δέχεται στο σαλόνι. Απόψε ήρθε μόνο ο κύριος Άρης. Είναι μυτερός σαν μολύβι, πρεσβευτής και ποιητής.
Φάγαμε. Ο Πέτρος φέρνει τα γλυκίσματα και τον καφέ, ο κύριος Άρης θ’ απαγγείλει. Απαγγέλει. Μ’ αρέσει και γελάω, γιατί κάθε λίγο τελειώνει με τον ίδιο ήχο κι έμαθα κι εγώ να παίζω το παιχνίδι.
«Τυρί-ψωμί», φωνάζω, αλλά δεν γελάει κανείς. Ο κύριος Άρης με κοιτάει και λιώνει από κομψότητα.
Τους παρατάω, τρέχω στην κουζίνα, κάτω απ’ τη φούστα της Φανής. Η Φανή πλένει τα πιάτα, δεν έχει ηλικία γιατί είναι τρελή.
«Είσαστε όλοι βρωμεροί», μου λέει. «Βρωμεροί. Το χρήμα σας βρωμάει σαν το μυαλό σας».
«Πες μου για τον πόλεμο, Φανή».
Κάθεται στο σκαμνί, τα χέρια της σκάβουν τον αέρα, γίνονται λαμπάδες.
«ΜΕΤΑ», βρυχάται, «σαν μείναμε αναμεταξύ μας και τα τραγούδια μας είχαν φουσκώσει τις πέτρες και τον ουρανό, ο ποιητής και γαϊδουροπρεσβευτής κι ομοιοκαταληξής κύριος Άρης βούτηξε κάτω από το τραπέζι φωνάζοντας “Ιστορική στιγμή!” Κι ο παππούς σου είπε στη γιαγιά σου: “Σαπφώ μου, ώρα να πεθάνω”. Εμείς κατεβήκαμε στους δρόμους, ρουφούσαμε αέρα σαν τρελοί, δεν λέγαμε να χορτάσουμε. Εσείς είχατε μικρύνει, είχατε γίνει σαν κουκιά».
Μυρίζει αίμα η Φανή και την πλησιάζω.
«Μας φάγατε και πάλι, μας φάγατε, ξεκοιλιασμένοι χιλιαράδες…» Μέσα στο κλάμα πιάνει το τραγούδι.
Την Κυριακή, ένας άντρας έρχεται για τη Φανή: «Αντάρτη μου», τον λέει. Τεντώνεται όλη προς τα μπρος, έτοιμη να τον ρουφήξει. Κι ο Στάθης μου λέει για τον πόλεμο.
«Ήμουν στα βουνά παρέα με τον Άρη», ψιθυρίζει και τα μάτια του γίνονται βελούδα.
«Ήσασταν με τον κύριο Άρη μας;» ρωτάω.
Κι αυτός τραντάζεται σαν δέντρο, το γέλιο του μπαίνει στο στόμα της Φανής, τραντάζεται κι αυτή, γελάνε οι κατσαρόλες και τα πιάτα, γελάνε τα ποτήρια, τα πιρούνια και το τσαγερό, η κουζίνα πάει να σκάσει. Τα μάτια τους χαϊδεύονται, τώρα η κουζίνα τρίζει απ’ τις ανάσες, ο Στάθης φουσκώνει σαν παγόνι στο Βασιλικό Κήπο, η Φανή πιάνει το στήθος της και το ζουλάει, γραπώνονται και τρέχουν σαν τυφλοί για το δωμάτιο, χέρια πόδια χταπόδια.
Ανεβαίνω στο σαλόνι.
«Άρη μου, λίγο γάλα; Δοκίμασε κι αυτά τα buns, είναι εξαιρετικά».
Κρυώνω. Και πεινάω. Παράπονο με πιάνει, δεν ξέρω κι εγώ γιατί. Πάω στο δωμάτιό μου να κοιτάξω το καινούργιο μου βιβλίο. Κλαίω καθώς γυρίζω τις σελίδες. Είναι για το Βόρειο Πόλο.
Μαργαρίτα Καραπάνου
«Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου