Γυρίζω να δώ τον πληγωμένο και τρελάθηκα.
― Νικήτα! Βρε Νικήτα!
Γονάτισα πλάι του. Το μάτι του Δροσάκη αργόπαιζε θολό από συγκίνηση. Μου ’δειξε το πληγωμένο στήθος και τα πόδια του που ήτανε σπασμένα. Είχα δυο μέρες να τον δω. Ήξερα πως τον είχανε στείλει σε φυλάκιο, κάπου κατά δω, μα δεν περίμενα να τον ανταμώσω.
― Ίσαμε την τελευταία στιγμή έκανες το χρέος σου!
Έσκισα το πουκάμισό μου, του ’δεσα τις πληγές. Ήθελα τόσο να μιλήσω μαζί του, να του πω πόσο δίκιο είχε όταν έλεγε πως μας προδώσανε. Ήθελα την ορμήνια του, τους θυμούς του, τις εκρήξεις του, τις αλήθειες που ξεστόμιζε. Ήθελα να του πω: «Τώρα σε κατάλαβα, Δροσάκη. Τράβα μπροστά και θα σ’ ακλουθήσω. Χιλιάδες θα ’ρθούνε μαζί σου». Μα ο Δροσάκης πάλευε με σκληρούς πόνους. Κάθε κίνηση τον τρέλαινε.
Σκέφτηκα να φτιάσω ένα πρόχειρο φορείο. Αναζήτησα το φαντάρο που με σταμάτησε. Μου είχε υποσχεθεί πως θα πάει κει κάπου για ανάγκη του και θα γυρίσει. Μ’ αυτός το ’σκασε. Είχε σταθεί σ’ αυτό το μέρος μόνο και μόνο γιατί έψαχνε τα κουφάρια για ρολόγια και λεφτά…
Έβαλα τον τραυματία στον ώμο κι άρχισα να βαδίζω, δίχως να χάνω καιρό. Κάθε τόσο κοντοστεκόμουνα να τον ξεκουράζω. Ύστερα μου λιποθύμησε και τον ξάπλωσα στο χώμα. Είδα μερικούς του ιππικού να καλπάζουνε. Μαζί τους ήτανε ο Λεφούσης, ένας φίλος του Νικήτα, που στο νοσοκομείο περάσαμε ώρες αξέχαστες. Έτρεξα κάνοντάς του νοήματα από μακριά. Όταν είδα πως με γνώρισε, μα δεν είχε διάθεση να σταθεί, του φώναξα:
― Λεφούση! Το Δροσάκη έχω βαριά πληγωμένο. Σταμάτησε, Λεφούση! Λεφούσηηη! Στάσου! μη φεύγεις!
Ο Λεφούσης χάθηκε στο μονοπάτι του δάσους. Σήκωσα ξανά το Δροσάκη. Τον πήρα στα δυο χέρια μου σαν κοιμισμένο μωρό και βαδίζαμε. Πού και πού άνοιγε τα μάτια, με κοίταζε και μου ’λεγε αδύναμα:
― Φύγε! Παράτησέ με!
― Θα σε σώσω, Νικήτα! Θα ζήσεις. Πρέπει να ζήσεις…
Ο ιδρώτας έτρεχε σε χοντρές σταγόνες από το πρόσωπό μου. Τα νεύρα του λαιμού τέντωναν, τα χέρια μου δεν τα ’νιωθα δικά μου. Προχωρούσα. Ο νους αρνιότανε να καταλάβει κείνο π’ αντικρίζανε τα μάτια. Μπροστά μου δυο φαντάροι οδηγούσαν έναν αραμπά γεμάτο μπαούλα, έπιπλα, χαλιά. Πάνω είχανε δεμένους ένα γερο-Τούρκο με τη γριά του. Τους μίλησα και κοντοστάθηκαν.
― Βρε παιδιά, κάντε λίγη θεσούλα ν’ ακουμπήσω τον τραυματία.
Με κοιτάξανε σαν να μην καταλαβαίνανε τη γλώσσα που τους μιλούσα. Τα μάτια τους είχανε μιαν έκφραση τρέλας. Ήτανε στουπί στο μεθύσι. Ο ένας μ’ αποκρίθηκε βαριά, σερέτικα:
― Καρτέρεψέ μας κείθε απ’ του γιουφύρ’.
Και γυρίζοντας στο φίλο του τον ρώτησε χαχανιστά:
― Καλά δε λέου, ουρέ Θύμιου;
Σήκωσαν ένα φλασκί με ρακί και ήπιανε με δίψα. Πέρασα μαζί τους το μικρό γιοφύρι. Τους είδα που ξεπέζεψαν. Πετάξανε χάμου χαλιά κι έπιπλα που τα κουβαλούσανε με πρόθεση να τα πάρουνε μαζί τους, στην πατρίδα τους.
― Η Θισσαλία είν’ μακριά απουδώ. Δεν είνι; έκανε ο Θύμιος και σκάσανε κι οι δυο στα γέλια.
Ως να πάω να βρω δυο σανίδες να στεριώσω πάνω τους τα πόδια του Δροσάκη, που κάθε κίνηση τον έκανε να χάνει τις αισθήσεις του, οι φαντάροι τινάξανε το γιοφύρι και μαζί και τ’ αντρόγυνο των Τούρκων. Άρχισα να τρέχω, μη μου φύγουνε. Ήτανε έτοιμοι να βιτσίσουνε τ’ άλογο.
Αν έχανα κι αυτή την ευκαιρία θα μας προλάβαιναν οι Τούρκοι. Τσάκωσα τ’ άλογο απ’ τα χαλινάρια. Ο Δροσάκης κατρακύλησε στα πόδια των αλόγων και ξερνούσε αίμα.
― Συνάδερφοι, εγώ ξέρω το δρόμο, είπα. Μόνοι σας θα χαθείτε. Θα σας καθαρίσουνε οι δικοί μας για να πάρουνε τον αραμπά…
Πριν καλοσκεφτούνε, άρπαξα το Δροσάκη και πήδησα μέσα στο κάρο. Κινήσαμε. Αφήσανε σε μένα τα χαλινάρια. Κείνοι τρώγανε, πίνανε, και λέγανε αρσιζιές. Όπου περνούσαμε, κοσμοχαλασιά· στα τουρκοχώρια φωτιές, σκοτωμοί, βιασμοί, λεηλασίες. Πλήρωνε ο άμαχος τούρκικος πληθυσμός. Χιλιάδες αγκουσεμένοι άντρες, τρομαγμένοι, αγριεμένοι, πληγωμένοι ίσαμε τα κατάβαθά τους, χάσανε μεμιάς την ψυχή τους και κάθε μπέσα.
Κοντά σ’ ένα χωριό, παραδωμένο στις φλόγες, μια νέα γυναίκα μαλλιοξαινότανε κι έσερνε φωνές πάνω απ’ το κορμί του σκοτωμένου αγοριού της. Οι δυο φαντάροι του αραμπά, βαρβατεμένοι απ’ το φαγοπότι τήνε γλυκοκοιτάζανε και της φωνάζανε βρομόλογα.
― Στασ’! Χουμήξανε πάνω μου. Στασ’ να πα να…
Γύρισα και τους κοίταξα με μια ματιά που σκότωνε.
― Ίσα, ρε βλάμη! Θες κι ελόγου σου μερτικό; μου φώναξε ο ένας, ενώ ο άλλος έστριψε την μπούκα του τουφεκιού καταπάνω μου.
Κατέβηκα απ’ τον αραμπά, πήρα στα χέρια το Δροσάκη κι έφυγα να μη δω, να μην ακούσω. Θα χανόμαστε κι οι δυο αν δεν πέφταμε στη σιδηροδρομική γραμμή πάνω σε συγκροτημένες στρατιωτικές μονάδες. Παράδωσα το Δροσάκη στον Ερυθρό Σταυρό. Έσκυψα δακρυσμένος και τόνε φίλησα.
― Νικήτα! Κάποτε θ’ ανταμώσουμε, είπα και με πήρε η συγκίνηση.
Ακούμπησε τη χούφτα του στο υγρό μάγουλό μου. Ένας κόμπος δέθηκε στην καρδιά μου. Έμεινα λίγες στιγμές κοντά του κι ύστερα έφυγα.
Πήρα πάλι το δρόμο. Δεν με τρόμαζε πια ο θάνατος. Τους ζωντανούς σκεφτόμουνα που χάσανε κάθε ανθρωπιά. Στ’ αφτιά μου φτάσανε οι καγχασμοί του Νικήτα Δροσάκη. «Γυρεύουνε να πνίξουνε τη δειλία των νικημένων. Οι ήρωες!».
Διδώ Σωτηρίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου