Πού αλλού μπορούσαμε να φτάσουμε


Η μεγάλη επίθεση που περιμέναμε δεν έγινε απ’ τη δική μας μεραρχία. Σκάβαμε χαρακώματα ενώ ο εχθρός βομβάρδιζε οληώρα τις θέσεις μας. Ο Δροσάκης σκύλιαζε:
― Βάλε αφτί, Αξιώτη. Τις ακούς αυτές τις ύπουλες λιγωτικές μανταφιόρες; Είναι Γαλλίδες πόρνες. Τις στείλανε πεσκέσι του Κεμάλ. Τούτες εδώ γι’ άκου! Τούτες είναι εγγλέζικες, είναι τ’ αντίδωρα της Λόντρας για τ’ άτιμα πετρέλαια της Μοσούλης. Χαλάει μπαρούτι μωρέ ο Κεμάλ, δεν παίζει τράκα τρούκες. Τι τόνε νοιάζει αυτόν; Όλοι του δίνουνε. Όλες οι ξένες εταιρίες ξεβρακωθήκανε και περιμένουνε το χάδι του. Φτου, κερατοκερατάδες του Σατανά!
Η γκρίνια, που από καιρό άρχισε σ’ ολόκληρο το στρατό, έγινε μουγκρητό. Οι φαντάροι δε μετρούσανε πια τα λόγια τους. Φωνάζανε: «Βαρεθήκαμε να πολεμούμε!» Άλλοι σκεφτόντανε τη λιποταξία, άλλοι τον αυτοτραυματισμό. Μάθαμε πως ένα σύνταγμα στασίασε. Όλο το χειμώνα μάς λείψανε τα στέγαστρα, ο ρουχισμός, το φαΐ. Κοπήκανε οι μισθοδοσίες. Ο νους τριγύριζε στο πλιάτσικο. Οι φαντάροι τάραζαν τα τουρκοχώρια. Ο Κεμάλ μηνούσε: «Ντρέπουμαι να έχω τέτοιους αντιπάλους». Η κατάντια μας μου θύμιζε τον τούρκικο στρατό στα 14 κι η καρδιά μου μάτωνε. Αντίθετα, ο Τούρκος είχε σήμερα σθένος και δύναμη. Ως και τα γυναικόπαιδα ζαλώνονταν τρόφιμα και πυρομαχικά και τρέχανε ξωπίσω απ’ το στρατό και τους τσέτες. Ο πληθυσμός μάς κατασκόπευε, μας πολεμούσε ακόμα και με τη ματιά του. Ο γαμπρός του Κιορ Μεμέτ δεν είχε πεθάνει. Απ’ το αίμα του θαρρείς και ξεπηδήσανε όλοι τούτοι οι ψυχωμένοι διαόλοι. «Το κίνημα της αντίστασης του Κεμάλ σήκωσε τις καρδιές των Τούρκων». Τούτη η φράση, που σαν την ξεστόμισε για πρώτη φορά ο Δροσάκης ήθελα να τον καρυδώσω, μου φαινότανε τώρα δικαιωμένη από τα πράματα. Άρχισα να κλονίζομαι. Μήπως όλα όσα λέει είναι σωστά; Μήπως ο ηρωισμός και το αίμα μας στηρίζουνε μια υπόθεση άδικη και προλογίζουνε την τελική καταστροφή μας; Τι γυρεύουμε εμείς εδώ κάτω; Ντροπή μ’ έπιασε και θυμός. Με τις λιποψυχίες θα τα βγάλουμε πέρα; Κι ύστερα ζηλεύω που οι Τούρκοι έχουνε ψυχή κι εμείς τήνε χάσαμε! Ο αγώνας για τη λευτεριά, ο κάθε αγώνας έχει δυσκολίες, που κάποιες φαίνουνται βουνό. Πίστη, μπορείς να ’χεις πίστη;
Τα κουβέντιασα και με το Δροσάκη.
― Το ’ξερα πως δεν είσαι άδειος, μου ’πε. Γούρμασε η σκέψη· βάλ’ τηνα τώρα τη μαγκούφα να ξεκαθαρίσει το καθετί. Είπες πριν «ο αγώνας για τη λευτεριά». Ποιανού λευτεριά;
― Γι’ άκουσε, τον έκοψα απότομα και με νεύρο, σταμάτα τη κουβέντα εδώ. Μην ξαναρχίζεις πάλι. Αυτά δεν είναι δική μου δουλειά. Ας τα σκεφτούνε άλλα μυαλά· κυβερνήτες, στρατηγοί, καλαμαράδες. Εγώ ’μαι φαντάρος μικρασιάτης. Κλείνω μάτια κι αφτιά και πολεμώ, σκοτώνω και προχωρώ…
Του Δροσάκη το δεξί φρύδι άρχισε το χοροπηδητό, δείγμα πως ανάψανε τα αίματά του.
― Για μένα, είπε, όσοι βαριούνται να σκεφτούνε και σηκώνουνε τους ώμους, εγκληματούνε. Εσύ, Αξιώτη, είσαι ένοχος για κάτι πιο σοβαρό. Νομίζεις πως την ιστορία τήνε γράφουνε οι στρατηγοί κι οι κυβερνήτες. Κλείνεις μάτια κι αφτιά, γίνεσαι ρόδα σκέτη που τήνε κυλούνε στον γκρεμό. Μα εσύ δεν είσαι ρόδα, μπρε, είσαι λαός. Πρέπει να νιώσεις τα γεγονότα για να τ’ αλλάξεις.
Ήταν δύσκολο να τον σταματήσεις. Έλεγε κι έλεγε κι όσο άκουγε τα ίδια τα λόγια του, τόσο φανατιζότανε και παραξενευότανε. Πώς ήτανε δυνατό να υπάρχουν άνθρωποι στη γη, που σκέφτονται διαφορετικά απ’ αυτόν και δε βλέπουνε όσα βλέπει κείνος, τόσο καθαρά;
― Να πάρει και να με σηκώσει, φώναξε, κι εγώ πολεμάω και πολεμάω με ψυχή. Και δε φοβάμαι θάνατο, ούτε σκέφτομαι πως χάνω τα καλύτερα χρόνια μου στα βουνά της Τουρκιάς. Κείνο που με τρομάζει είναι να μη γίνω συνένοχος σε κάτι στραβό που θα βλάψει το λαό και την πατρίδα.
― Δεν καλοπερνάει στο στόμα σου η πατρίδα, τον έκοψα με πείσμα.
― Λάθος κάνεις, Μανώλη, μεγάλο λάθος. Εγώ την πατρίδα δεν την μπερδεύω με την κυβέρνηση και με το κράτος.
Χίλιες φορές έφτανα ίσαμε τη λογική του Δροσάκη, μα δεν τα κατάφερνα να σταθώ· μ’ έπιανε πανικός και το ’στριβα. Πήγαινα τότες και καθόμουνα πλάι σ’ ένα φίλο μου, τον Κιρμιζίδη, που αυτός πίστευε τυφλά στη νίκη. Ήταν από το Φουλατζίκ και είχε χάσει γονιούς, αδέρφια, χωράφια, την κοπέλα π’ αγαπούσε και το μόνο που δεν έχασε ήταν η πίστη.
Με τη φωτιά και το τσεκούρι εξαφανίσανε οι Τούρκοι το χωριό του καθώς μάθανε την προέλαση του στρατού μας! Αυτός ήτανε ο μόνος που σώθηκε. Σαν έπιανε ο Κιρμιζίδης ν’ ανιστορεί τις σφαγές του χωριού του, κλαίγανε ως κι οι πέτρες. Στην αρχή οι φαντάροι τον ακούγανε με σεβασμό και πόνο. Ύστερα συνηθίσανε. Τίποτα πια δεν τους έκανε εντύπωση. Αναζητούσανε μονάχα ό,τι μπορούσε να γαργαλίσει τις ναρκωμένες αισθήσεις τους.
― Για λέγε, Κιρμιζίδη, πώς τα ξεπαρθένευαν τα κορίτσια οι άτιμοι. Εμείς άμα πέσουμε σε τουρκοχώρι τις γλεντούμε με το μαλακό τις χανουμίτσες, δεν τις σφάζουμε.
― Αυτές, μπρε, είναι πονηρές και αρσίζες!
Και γελούσανε. Τόσα χρόνια συντροφιά με την αποκτήνωση, πού αλλού μπορούσαμε να φτάσουμε!
Διδώ Σωτηρίου
«Ματωμένα χώματα»
Όλα τα αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου