Το κακό πλήθαινε όπως και οι νεκροί


Το μέτωπο στο Τσιβρίλ ήτανε ήσυχο. Είχαμε μόνο μικροαιφνιδιασμούς και μερικές αναγνωρίσεις. Μια μέρα φύλαγα σκοπός στο παρατηρητήριο. Να και φάνηκε ένας Τούρκος· στα χέρια κρατούσε ένα άσπρο πανί. Του φώναξα να πλησιάσει και τον ρώτησα τι θέλει.
― Έφυγα από τον Κεμάλ, είπε· βαρέθηκα πια να πολεμάω. Θέλω να γυρίσω στο χωριό μου, στη φαμελιά μου… Κι έκλαιγε.
Τον παρέδωσα στον αξιωματικό της υπηρεσίας. Ο Γιακουμής απ’ τη Νέα Έφεσο τον είδε και τόνε γνώρισε. Ήτανε πατριώτης του και το 14 είχε κάψει πολλούς χριστιανούς.
― Πιστέψατε, μπρε κορόιδα, μας είπε, πως ο Τουρκαλάς κουράστηκε να πολεμάει και γυρίζει στο χωριό του, να φυτέψει πούλουδα; Αυτός, μάτια μου, έχει μεγάλη αποστολή. Θα πάει στο Κουσάντασι, που ’ναι ιταλοκρατούμενη ζώνη και θα οργανώσει ομάδες να ρημάξει τα χωριά μας.
Δυο φαντάροι που δεν ήταν απ’ τα μέρη μας, του είπανε πως δεν σκέφτεται σωστά. Γυρνάει τότες και με φωνή τρανταχτή, λέει:
― Είμαι παθός εγώ! Στα 14 έχασα δυο αδέρφια στ’ Αμελέ Ταμπούρια. Στα περσινά, στο Αϊντίνι, έχασα τη μοναχαδερφή μου, πέντε μερώ νυφούλα! Δεν μπορεί, θα ήτανε κι αυτός μαζί με τους ζεϊμπέκους! Κεφαλή είχανε τον Γιουρούκ αλή, το θερίο. Μπουκάρανε απ’ την ιταλοκρατούμενη ζώνη με τα ζεϊμπέκια και με τα ταγκαλάκια κι αρχίνησε η σφαγή. Μάζεψε ο μοβόρος τα ομορφότερα κορίτσια, τα ’βαλε στη σειρά, τα ξεγύμνωσε, τους χαϊδολόγησε τα στήθια κι απέ σέρνει μαχαίρι και χραπ χρουπ κόφτει τις ρόγες τους! Γελούνε τα ζεϊμπέκια, γελάει κι ατός του, στρίβει περήφανα το μουστάκι: «Θα φτιάσω κομπολόι από ρώγες! Εξόν από μένα κανείς στον κόσμο δε θα το ’χει!»
Απ’ το πάθος το άγριο που είχε στη φωνή του ο Γιακουμής, έκρινα το τέλος του Κελ Μεμέτ. Σε δυο μέρες, καθώς γύριζα από ενέδρα, έμαθα πως ο Τούρκος αυτόμολος πήγε «ν’ αποδράσει και εφονεύθη».
Ο Γιακουμής ήρθε και μου τα ιστόρησε. Το πρόσωπο του ήτανε στεγνό όπως και τα λόγια του και δεν ξεδιάκρινα τι ένιωθε: Πήγα τη νύχτα στο γιατάκι του, η ώρα μία και σαράντα πέντε λεφτά. (Είχα φροντίσει να μπω θαλαμοφύλακας). Τόνε ξύπνησα. Του είπα: «Κελ Μεμέτ, σήκω να μας βοηθήσεις να πιάσουμε ένα δαμάλι, που μας έφυγε και δεν μπορούνε να το πιάσουνε οι μαγέροι· πρέπει να το σφάξουμε για τ’ αυριανό συσσίτιο. Βάλε τα τσαρούχια σου και πάμε!» Σηκώθηκε. Τα είχε λίγο χαμένα. Άμα βγήκαμε όξω από την αυλόπορτα, προσποιήθηκα πως πάω προς νερού μου και του είπα: «Προχώρα! Πίσω από κείνο το χτίριο είναι οι μαγέροι και μας περιμένουνε.» Τον άφηκα και προχώρησε τριάντα μέτρα και ύστερα του την άναψα! Τόνε βρήκε η σφαίρα ντουμ ντουμ στο κούτελο. Άνοιξε το κρανίο του, έφυγε το καύκαλο απ’ τα φρύδια κι έπεσε σαν πιάτο γεμάτο μυαλά! Τότες έριξα δυο σφαίρες στον αγέρα και φώναξα: «Στα όπλα!» Στον επιλοχία, που κατέβηκε πρώτος, είπα πως ο Κελ Μεμέτ ζήτησε ν’ αποδράσει. «Και ποιος μαλάκας ήτανε φρουρός;» ρώτησε και δίχως να ξετάξει τίποτ’ άλλο έφυγε, για να πάει να συχάσει τους άντρες που είχανε αναστατωθεί. Ο διοικητής του λόχου πήρε την αναφορά. Τώρα δα, στην επιθεώρηση, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: «Κοίταξε, Σεφέρογλου, μην τα πληρώσεις κι εσύ μαζεμένα!»
Τίποτα πια δε μας ξάφνιαζε. Το κακό πλήθαινε όπως και οι νεκροί.
Διδώ Σωτηρίου
«Ματωμένα χώματα»

Όλα τα αποσπάσματα από αυτό το βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου