Εις την μελέτην της γραμματικής προσετέθη η μελέτη της αριθμητικής. Το πείσμα και η ανάγκη μού έδωκαν και την απαιτουμένην νέαν καρτερίαν, αλλά δεν ηδύναντο να δώσουν και εις την μνήμην μου την πειθαρχίαν των αριθμών εις ην δεν είχε συνηθίσει. Και πολλάκις πράγματα τα οποία είχα εννοήσει και απομνημονεύσει την προτεραίαν με διέφευγαν την επιούσαν. Το δέος το οποίον διετήρουν από τους μαθητικούς χρόνους δια τα μαθηματικά, επέφερε σάστισμα και ταραχήν εις την διάνοιάν μου, καθ’ ην στιγμήν επεχείρουν να παραδώσω.
Είχα παρατηρήσει όμως δύο των μαθητών μου, ιδίως δε εις εκ των μεγαλυτέρων, ονόματι Μανούσος, είχαν εξαιρετικήν νοημοσύνην και επιμέλειαν και ήσαν δυνατοί εις όλα τα μαθήματα. Και είχα ήδη αρχίσει να επωφελούμαι τας γνώσεις και την αντίληψίν των εις την τεχνολογίαν. Ερωτών αυτούς, δια να ίδω τάχα εάν γνωρίζουν τον γραμματικόν κανόνα, υπεβοήθουν την μνήμην μου δια των απαντήσεών των και ούτω διδάσκων εδιδασκόμην. Εσκέφθην δε να εφαρμόσω και εις τας δυσκόλους περιστάσεις της αριθμητικής την μέθοδον ταύτην.
Οσάκις τα προβλήματα μου εφαίνοντο δύσκολα, έλεγα με την μεγαλυτέραν αφέλειαν:
― Μελετήσατε αυτά τα προβλήματα. Περιττόν να σας τα παραδώσω. Είναι ευκολώτατα, παιγνιδάκια.
Την ημέραν δε καθ’ ην είχαμε αριθμητικήν, εκάλουν τον αμελέστερον να λύση τα «παιγνιδάκια», βέβαιος ων εκ των προτέρων ότι θ’ απετύγχανεν. Εκάλουν έπειτα άλλον και άλλον και ούτω παρέτασσα τους ασθενεστέρους προ του μαυροπίνακος. Τελευταίον εκάλουν τον ένα εκ των επιλέκτων:
― Έλα συ, Κώστα, να τους δείξης ότι δεν μπορούν να νοιώσουν τα ευκολώτερα των πραγμάτων. Προσέχετε καλά, ανόητοι!
Ο Κώστας ήρχιζε την λύσιν, εγώ δε παρηκολούθουν δια του ενός οφθαλμού τα τελούμενα επί του μαυροπίνακος, δια δε του άλλου όχι πλέον τας σημειώσεις μου, αλλά την φυσιογνωμίαν του Μανούσου. Ο τυφλοσούρτης μου ήτο ζωντανός τώρα. Εάν έβλεπα επιδοκιμαστικά νεύματα ανεφώνουν:
― Βλέπετε τώρα, τι εύκολα πράγματα σας εντρόπιασαν; Εύγε, Κώστα! Κάμε το άλλη μια φορά να το νοιώσουν.
Και ούτω ο Κώστας εδίδασκε τους συμμαθητάς … και τον διδάσκαλόν του.
Εάν όμως διέκρινα εις την φυσιογνωμίαν του Μανούσου σημεία αποδοκιμασίας, μορφασμόν ή μειδίαμα, ήρχιζα να κινώ την κεφαλήν:
― Δεν τα κατάφερες, Κώστα, και θα καλέσω το Μανούσο να σου βάλη τα γυαλιά… Για σκέψου λίγο… Ας είναι, δεν τα καταφέρνεις… έλα, Μανούσο!
Ο Κώστας απεσύρετο κατακόκκινος και παρεχώρει την θέσιν του και την κιμωλίαν εις τον αντίζηλον. Διότι ούτω κατώρθωνα συγχρόνως ν’ αναπτύσσω μεταξύ των δύο επιλέκτων άμιλλαν, ήτις υπεδαύλιζε και διετήρει τον ζήλον και την επιμέλειάν των. Ο Μανούσος πάντοτε με καταπληκτικήν ευκολίαν εύρισκε την ορθήν λύσιν. Αλλά τι θα εγίνετο, Θεέ μου, αν ήτο και αυτός ως οι άλλοι; Μίαν φοράν παρ’ ολίγον να ευρεθώμεν εις το αδιέξοδον τούτο. Επρόκειτο περί της υφαιρέσεως εσωτερικής ή εξωτερικής, δεν ενθυμούμαι καλά. Ο Κώστας περιήλθεν εις αμηχανίαν, το δε πρόσωπον του Μανούσου δεν εξέφραζε τίποτε. Τώρα μάλιστα με παρετήρει και αυτός προσπαθών να μαντεύση την λύσιν από τας κινήσεις της φυσιογνωμίας μου. Αλλ’ εγώ είχα φυσιογνωμίαν σφιγγός ανεξερεύνητον, ενώ εντός μου εσφάδαζε αγωνία φοβερά. Αλλά τι να γίνη; Ο Κώστας είχε κοκκινίσει μέχρι των ώτων και κύψας την κεφαλήν, παρητήθη από την αδύνατον επιχείρησιν. Ηναγκάσθην δε να καλέσω τον Μανούσον και συγχρόνως εσκεπτόμην πυρετωδώς τι να είπω και τι να κάμω εν περιπτώσει καθ’ ην θα εψεύδετο και η τελευταία μου ελπίς. Και πράγματι μετ’ ολίγον ήρχιζε να κοκκινίζη και ο Μανούσος και εψιθύρισε:
― Παράξενο πράμα! Εχθές το ’καμα χωρίς καμμία δυσκολία.
Ο διδάσκαλος είχε καθήκον πλέον να παρέμβη με τα φώτα του· αλλ’ ο διδάσκαλος δεν ενόει ν’ αναμειχθή εις πράγματα τόσον εύκολα, από τα οποία δεν ενόει τίποτε. Και ανεκουφίσθη με μίαν σκέψιν: «Το κάτω κάτω καταργούμεν την υφαίρεσιν. Σήμερον δεν την χρησιμοποιούν πια. Η νέα μέθοδος…» Με αυτήν την «νέαν μέθοδον» εδικαιολόγουν πολλά πράγματα.
Αλλ’ καθ’ ην στιγμήν ήνοιγα το στόμα δια να καταργήσω την υφαίρεσιν, ήνοιξε το ιδικό του και ο Μανούσος – καλή του ώρα! – και επρόφερεν έν επιφώνημα, πλήρες χρηστών ελπίδων:
― Α! Το βρήκα.
― Έλα, Αρχιμήδη! του είπα. Εγώ προς τιμωρίαν δεν σ’ εβοήθησα… Έπειτα πρέπει να μάθετε να σκέπτεσθε μόνοι σας… Η νέα μέθοδος αυτό επιβάλλει.
Και όταν οι αριθμοί έφθασαν εις αίσιον πέρας:
― Ωραία! ανεφώνησα. Βλέπεις ότι δεν εχρειάζετο και μεγάλη φιλοσοφία… Αμέ όταν θα διδαχθήτε Άλγεβραν εις το γυμνάσιον, πώς θα κάνετε; Εκεί να ιδήτε αλαμπουρνέζικα! Εγώ, που ήμουν ο πρώτος της τάξεώς μου εις τα μαθηματικά (ω, αν με ήκουεν ένας καθηγητής των μαθηματικών με παραγναθίδας!)... Έλα κάνε το άλλη μια φορά να δούνε και οι άλλοι.
Φαίνεται όμως ότι η ηθοποιία μου δεν κατώρθωνε να κρύπτη τελείως την αδυναμίαν μου εις την οξυδέρκειαν του Μανούσου. Εις τούτο άλλως συνετέλουν και αι σπερμολογίαι του καλού μου συναδέλφου, αίτινες, αν δεν επιστεύθησαν, αφήκαν όμως υπονοίας. Και μου εφάνη ότι ο Μανούσος δεν μου εδείκνυεν από τινός όλον τον σεβασμόν, ότι ήρχισε να γίνεται αλαζών, μαντεύσας ίσως ότι είχεν την ανάγκην του ο διδάσκαλος. Ο κίνδυνος δεν ήτο μικρός· και έπρεπε να παταχθή ταχέως το κακόν πριν ή γενικευθή και μετατραπή εις ανταρσίαν. Έπρεπε να του πάρω τον αέρα, δια να μη μου τον πάρη αυτός. Και μίαν ημέραν, ενώ διήρχετο πλησίον μου και μου εφάνη ότι δεν μ’ εχαιρέτησεν ή ότι μ’ εχαιρέτησεν αμελώς, τον εσταμάτησα και με οργήν του είπα:
― Γιατί δεν χαιρετάς, ε; Γιατί δεν χαιρετάς;
― Εχαιρέτησα, δάσκαλε, απήντησεν ωχριάσας.
― Τόσον καλά εχαιρέτησες ώστε δεν σε είδα. Αλλ’ εγώ δεν ανέχομαι αυθαδείας. Τας κόβω μία και καλή.
Και συγχρόνως με την τελευταίαν λέξιν επλατάγισαν δύο ραπίσματα εις τα μάγουλά του.
― Τι νόμισες; Είσαι ο πρώτος στα μαθήματα, αλλ’ οφείλεις να είσαι και ο πρώτος εις την συμπεριφοράν… Πήγαινε και άλλη φορά να είσαι προσεκτικώτερος!
Και απομακρυνόμενος είπα μονολογών:
― Και να μου μαθαίνης καλά το μάθημα.
Ιωάννης Κονδυλάκης
«Όταν ήμουν δάσκαλος»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου