Μόνον την ημέραν καθ’ ην ανέλαβα τα καθήκοντά μου, ενόησα ότι το έργον το οποίον τόσον ελαφρώς ανεδέχθην είχε και τας δυσχερείας του. Και η πρώτη εκ των δυσχερειών τούτων ήτο ότι εγώ ο διδάσκαλος είχον ανάγκην διδασκαλίας, διότι είχα εντελώς λησμονήσει τα μαθήματα τα οποία επρόκειτο να διδάξω και εις τα οποία άλλως δεν διέπρεψα ποτέ ως μαθητής.
Έπειτα οι «προεστοί» του χωρίου και της επαρχίας, οίτινες ήλθον δια να με γνωρίσουν, δεν έμειναν ευχαριστημένοι. Την δυσπιστίαν, που εκίνησεν η νεαρωτάτη ηλικία μου, ενίσχυσε η ελαφρότης ην έδειξα ζητήσας περισσοτέρας πληροφορίας περί κυνηγίου ή περί των μαθητών και του σχολείου. Ήρχισαν δε μερικοί εξ αυτών να κρυφομιλούν και δεν ήτο δύσκολον να μαντεύω ότι έλεγαν προς αλλήλους.
― Ίντα διαόλου δάσκαλος είναι τουτοσές;
Δια την δυσμενήν δε ταύτην εντύπωσιν διέκρινα λάμψιν χαιρεκακίας εις τους οφθαλμούς του συναδέλφου μου, όστις, ως δια να επιβαρύνη την θέσιν μου, ανέπτυσσε προς τους προεστούς, με πομπώδη φρασιολογίαν, τας ιδέας του περί διδασκαλίας, ωμίλησε προς τον δήμαρχον δια τα πολιτικά της ημέρας και προς τον ιερέα έδωκεν αφορμήν να μ’ ερωτήση:
― Ψάλλεις, κύριε διδάσκαλε;
― Όχι.
Το όχι εκείνο συνεπλήρωσε την ελεεινήν εντύπωσιν την οποία είχα κάμει. Ο παπάς δεν ηδύνατο να εννοήση τι είδους παιδεία ήτο αυτή η νεωτέρα, να μη διδάσκουν τους νέους εκκλησιαστικήν μουσικήν.
Αλλ’ ο συνάδελφος ανέλαβε την υπεράσπισιν μου δια να επιδείξη συγχρόνως τα προσόντα του:
― Δεν έχουν όλοι το χάρισμα της φωνής. Έπειτα εγώ θ’ αναπληρώ τον κύριον σχολάρχην εις αυτό το καθήκον. Δόξα τω Θεώ, εγώ και μουσικήν ξέρω και φωνήν έχω.
Ο συνάδελφός μου ήτο ισχνός και μελαψός, ως ξυλοκέρατον· αλλά την στιγμήν εκείνην μου εφάνη τόσον μαύρος, τόσον απαισίως μαύρος, ώστε μου ήρχετο η όρεξις να τον ερωτήσω πώς έμαθε βυζαντινήν μουσικήν εις το Σουδάν. Και όμως εις τα χείλη είχε μειδίαμα τόσον υποχρεωτικόν και τόσην ταπείνωσιν εξέφραζεν όλον του το ταλαιπωρημένον υποκείμενον και η κάμψις των ώμων του η δουλική και ο πενιχρός του ιματισμός, εις τον οποίον συνηντώντο δύο πολιτισμοί, ο ευρωπαϊκός και ο κρητικός, μετά διαφόρων εποχών, τόσην δυστυχίαν εμαρτύρει το προώρως ρυτιδωθέν μέτωπόν του (διότι δεν θα ήτο ακόμη τριακοντούτης), ώστε δυσκόλως διεκρίνετο η μικροπονηρία ήτις εσπινθήριζεν εις τους μικρούς οφθαλμούς του.
Όταν εμείναμεν μόνοι, μου εξέφρασε την χαράν του, διότι θα με είχε συνάδελφον και… «προϊστάμενον» και με διαβεβαίωσεν ότι δεν ησθάνετο εναντίον μου την παραμικρήν μνησικακίαν.
― Γιατί μνησικακίαν; τον ερώτησα ανατιναχθείς.
― Διότι… πώς να σας πω; Για τη θέσι που πήρατε έχω εργασθή κ’ ήλπιζα κ’ εγώ… Όλοι σχεδόν οι μαθηταί του σχολείου μας έχουν περάσει από τα χέρια μου· θα δήτε δε ότι τους έχω κάμει ξεφτέρια· μερικοί μάλιστα θα ήσαν καλοί και δια το γυμνάσιον. Όταν πρωτοήλθα εις αυτά τα χωριά, σχολεία δεν υπήρχαν και μόνον ολίγα παιδιά εδιδάσκοντο κολυβογράμματα. Τέλος πάντων, είχα δικαιώματα, αλλ’ έπρεπε να ’μαι Κρητικός δια να μου τ’ αναγνωρίσουν, κ’ εγώ Κρητικός δεν είμαι, ούτε μέσα έχω.
― Αν εγνώριζα ότι θα κατεπάτουν ξένα δικαιώματα, απήντησα θυμωμένος ολίγον, σας βεβαιώ ότι δεν θα εδεχόμην τον διορισμόν. Αλλ’ έως χθες, ούτε τα δικαιώματά σας εγνώριζα ούτε σας τον ίδιον.
― Μα δεν είπα ότι φταίτε ’σεις… εψέλλισεν ο διδάσκαλος. Τι φταίτε ’σεις;
Αλλ’ εγώ, δια να τον ταπεινώσω με προσόντα τα οποία εγνώριζα ότι δεν είχεν, ως με είχε ταπεινώσι προ ολίγου με την μουσικήν, του είπα:
― Εγώ ούτε δάσκαλος είμαι, ούτε παρεκάλεσα κανένα να με διορίση. Εξ εναντίας με παρεκάλεσαν να δεχθώ. Είμαι τελειόφοιτος του γυμνασίου, είμαι φοιτητής του Πανεπιστημίου και ζημιώνομαι μάλιστα, διότι χάνω τα μαθήματά μου.
Είχαμεν φθάσει εις το καφενείον του χωριού και εφρόντισα ν’ ακούσουν τα τελευταίας φράσεις οι εκεί καθήμενοι χωρικοί, οίτινες με υπεδέχθησαν με εξαιρετικάς περιποιήσεις, φιλοτιμηθέντες να με κεράσουν όλοι.
Ιωάννης Κονδυλάκης
«Όταν ήμουν δάσκαλος»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου