Η τύχη απ’ την Αμέρικα (Μέρος 1ο)



.
ΜΕΡΟΣ 1ο
Την πτωχήν την Ασημίναν, σύζυγον του βαρελά του χωρίου, όλαι αι συγγενείς της τhν ελυπούντο και την εκαίοντο, πώς θα κατώρθωνε ν’ αποκαταστήση και να υπανδρεύση τας τέσσαρας κόρας, τας οποίας της έδωκεν ο Θεός, ύστερον από δύο υιούς, τους οποίους της είχε χαρίσει, και αφού τα εξ αυτά τέκνα με κόπον και πολύν καϋμόν τα είχεν αναθρέψει. Το επάγγελμα του συζύγου της είχε, κυρίως ειπείν, μόνον δύο μήνας γόνιμους δι’ όλου τού έτους, όλον δε τον άλλον καιρόν ήτον απραξία, με ολίγες κουτσοδουλειές και «μερεμέτια». Και πάλιν οι δύο εκείνοι μήνες έφεραν περισσότερα παράπονα και δυσαρεσκείας, παρά κέρδη και εισπράξεις.
Καθ’ όλον τον Αύγουστον και τον Σεπτέμβριον, εις την εποχήν τού τρύγου των πρωίμων και των οψίμων, μοσχάτων και μαύρων, έτρεχον όλοι και όλαι μαζύ, οι αμπελοκτήμονες, εις τον μαστρο-Στεφανή, φέροντες κυλιστά από το σπίτι τις κάδες και τα βυτία των και τα βαρέλια των δια να τους τα διορθώση. Ο μαστρο-Στεφανής, αγαπών τ’ αστεία, συνήθιζε να λέγη.
― Μα όλοι μαζύ, χριστιανοί μου;… Τα ίδια που παθαίνει ο παπα-Μακάριος, ο πνεμματικός, τις παραμονές των Χριστουγέννων και τη Μεγάλη Βδομάδα… Ολονών τα κρίματα προφταίνει ένας παπάς, όσο κι’ αν πιάνη η ευκή του, να τα σχωρέση μονοκοπανιά;… Τι να κάμη κι’ εκείνος, το λοιπόν;… «Βαφτίζω και μυρώνω…»
Τω όντι, πώς θα ηδύνατο ποτέ ο μαστρο-Στεφανής να τους ευχαριστήση όλους, τόσους πελάτας δια μιας; Όσον καλήν θέλησιν και αν είχεν, αδύνατον. Σπεύδων να ευχαριστήση τους πάντας, σχεδόν κανένα δεν ηυχαρίστει. Κι’ εκείνοι των οποίων τα αγγεία πρώτα επεσκεύαζε, κι’ εκείνοι έφευγον δυσαρεστημένοι, ισχυριζόμενοι ότι «απ’ τη βια του δεν τους έκανε παστρική δουλειά». Κι’ εκείνοι όσων τα βαρέλια τελευταία έμενον, ακόμη πικρότερον εγόγγυζον επειδή έμεινε πίσω η δουλειά τους. Έκαστος είχε το παράπονόν του. Αι χήραι γερόντισσαι έλεγον.
― Α! γιατί ημείς είμαστε γυναίκες έρημες, και δεν έχουμε κανένα να μας βοηθήση, μας παραβλέπουνε. Ημείς δεν έχουμε ψυχή;…
Και μερικοί άνδρες έλεγον.
― Α! να είναι καμμιά όμορφη, να γυαλίζη, έχει χατήρι… Το ξέρω κι’ εγώ.
Οι γείτονες έλεγον.
― Ημάς που έχουμε όλον τον χρόνο τον μπελά σου, και το φοβερό σαμαντά σου, μας αφήνεις τα βαρέλια άφιαστα. Ημείς δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα… Σε άλλους κάνει τα χατήρια.
Και οι μακρόθεν ερχόμενοι έλεγον.
― Ημάς που είμαστε απ’ τον άλλο μαχαλά, που κάνουμε τόσον κόπον να σου κουβαλούμε τα βαρέλια απ’ την άλλην άκρη, μας αφήνεις στα κρύα… Ημάς οι δεκάρες μας δεν έχουν νούμερο…
Τέλος των πλείστων τα αγγεία επεσκευάζοντο, ολίγοι τινές ανυπόμονοι τ’ απέσυρον προ της ώρας, αδιόρθωτα, και μερικοί επολεμούσαν μόνοι τους να τα διορθώσουν. Κι’ ενώ είς μόνον βαρελάς εβασίλευεν εις την παλίχνην, εκ πολλών χρόνων, κανείς δεν απεφάσιζε να μάθη την τέχνην. Μόνον είς γηραιός άνθρωπος, εξηντάρης, ο μπαρμπα-Δημητρός ο Τσουμπός, παρουσιάσθη ζητών να την μάθη. Αλλ’ ήτον τόσον οκνός και τόσον κοιμισμένος απ’ τα νειάτα του ακόμη, ώστε και αν κατώρθωνε να μάθη τι, θα το ελησμόνει πριν το μάθη, όπως λέγει ο αρχαίος κωμικός.
Ήτο δε τόσον πολυάσχολος κατά τους δύο μήνας του φθινοπώρου ο μαστρο-Στεφανής, ώστε από βαθείας πρωίας μέχρι νυκτός δεν ευκαίρει να λείψη ουδέ στιγμήν από το εργαστήρι του και από το «τσαρδί» του, το εκ ξύλων και κλάδων παράπηγμα, το οποίον είχε κατασκευάσει ιδιοχείρως κατέμπροσθεν της θύρας τού εργαστηρίου. Μόνον εις την εκκλησίαν επήγαινε την Κυριακή πρωί, και μόνον προ της θύρας τού μικρού καφενείου τού Γιάννη τού Βλάχου, βιαστικά, επερνούσεν, ιστάμενος δε τότε επί στιγμήν εφώναζε τον Αντώνην τον υιόν τού καφετζή.
― Πάτερ Αβραάμ!... Πέμψον Λάζαρον!...
Το «πέμψον Λάζαρον» εσήμαινε να τον δροσίση μ’ ένα ποτηράκι ρακί, το θέρος, ή ρώμι, τον χειμώνα, το οποίον είχε κανονισμένον. Έν και μόνον την ημέραν έπινε.
Όταν έγινε δώδεκα χρονών ο Στάθης, ο πρωτότοκος, ο πατήρ του τον απέσυρεν από το σχολείον, δια να μάθη την πατρώαν τέχνην. Πλην μόλις έμαθε κάτι τι ο Στάθης, και του ήλθεν έρως να μπαρκάρη με τα καράβια, να γίνη ναυτικός. Τρία έτη ύστερον, όταν έφθασεν εις την αυτήν ως ανωτέρω ηλικίαν ο Θανασάκης, ο δεύτερος υιός, τότε τον εσχόλασε και αυτόν από τα γράμματα και τον «έστρωσε» στην τέχνην. Αλλ’ ούτος δεν είχεν υπομονήν ούτε τα στοιχεία της τέχνης να μάθη. Όταν έγινε δεκατριών ετών επήγαινε καθημερινώς με τις βάρκες εις τους ναύλους και το οψάρευμα, και όταν έγινε δεκατεσσάρων ετών, εμβαρκάρισε με μίαν σκούναν κι’ έφυγε.
Οι νησιώται μας δεν επέδιδον εις άλλο επάγγελμα παρά το ναυτικόν. Ουδείς εξ αυτών έγινε ποτέ έμπορος της ξηράς ή βιομήχανος ή χειρώναξ. Και τέχνην αν είχον διδαχθή, την εγκατέλιπον χάριν τής αστάτου ερωμένης, της θαλάσσης.
Εν τοσούτω, ο πρώτος υιός τού μαστρο-Στεφανή δεν έπαυσε ποτέ να είναι και ολίγον βαρελάς, αν και τον περισσότερον καιρόν εταξίδευε με τα καράβια. Κατά Ιούλιον ή Αύγουστον ήρχετο πάντοτε, κι’ έμενεν επ’ ολίγους μήνας βοηθών τον πατέρα του. Εμεγάλωσεν, ενυμφεύφθη κι’ έγινε καλός και φρόνιμος άνθρωπος.
Ο δεύτερος υιός, αφού έκαμε πολλά ταξίδια, και αφού επανήλθε δις ή τρις μετά μικράς απουσίας, όταν έγινε δεκαοκτώ ετών, εμβαρκαρίσθη με βαπόρια, κι’ επήγεν εις την Αμερικήν. Εκείθεν έγραψε δύο ή τρεις επιστολάς κατά μακρά διαλείμματα, υποσχόμενος ότι έμελλε ταχέως να στείλη και χρήματα· αλλά δεν έστειλεν. Είτα έπαυσε να γράφη, και δεν ηκούετο πλέον.
Παρήλθον δέκα έτη, και δεν έδωκε σημεία υπάρξεως. Μόνον δύο φοράς ο μαστρο-Στεφανής έμαθεν εμμέσως εκ τρίτων, λεγόντων ότι ήκουσαν άλλους, οίτινες τον είχον ανταμώσει, ότι ευρίσκετο εις μίαν των δημοκρατιών της Νοτίου Αμερικής ― όπου φαίνεται, ότι υπήρχε χρυσίον πολύ, αλλά και κακαί νόσοι πλειότεραι και διαφθορά και κακουργία μεγίστη.
Κατά τους πρώτους χρόνους της αποδημίας του νέου, οι γείτονες και οι φίλοι επείραζον ενίοτε τον πατέρα του.
― Τώρα θα έχη βγάλει μουστάκια ο Θανάσης, μαστρο-Στεφανή.
― Τι ηθέλατε να βγάλη…. σπανάκια;
Άλλοι πάλιν έλεγον.
― Πώς δεν έστειλε τίποτε λίρες ακόμα ο Θανάσης;
― Μα ας κιτρινίσουν πρώτα οι λίρες… ακόμα δεν ωρίμασαν…
Σημειωτέον ότι «λίρες» εκαλούντο εις τον τόπον και τα όψιμα καλοκύνθια, τα λαμβάνοντα τεραστίαν ανάπτυξιν.
Εν τοσούτω, αν είχε μέσα του καϋμόν ο μαστρο-Στεφανής δια τον ξενιτευμόν του υιού εκείνου, αυτός μόνος το ήξευρεν. Εις τους τελευταίους χρόνους, καθ’ όσον εγήραζεν, είχεν αρχίσει να υπερβαίνη τον κανονισμόν, και δις ή τρις της ημέρας ίστατο έξω της θύρας του καπηλείου του Γιάννη Βλάχου κι’ εφώναζε την φράσιν την συνθηματικήν.
― Ελέησόν με… και πέμψον Λάζαρον!
Εν τω μεταξύ, αι τέσσαρες θυγατέρες εκείναι, δια την τύχην των οποίων ανησύχουν αι ξαδέλφαι τής Ασημίνας, έλαβον διαφόρους τύχας.
Η δευτερότοκος αυτών είχεν εύρει την τύχην της προ της πρωτοτόκου όταν ήτον μόνον επταετής, και πριν απέλθη εις την Αμερικήν ο αδελφός της. Μίαν εσπέραν, όταν κατόπιν ραγδαίας συνεχούς βροχής είχον γεμίσει τα πηγάδια, οι λάκκοι και τα κοιλώματα, η μικρά Ροδαυγή (ούτω την είχαν βαπτίσει), ευρισκομένη εις την αυλήν μεγάλης γειτονικής οικίας, είχε κύψει εις το χείλος βαθέος φρέατος δια να «καραβίση» εν πτερόν όρνιθος, θέλουσα να μιμηθή τ’ αγόρια, τα οποία έβλεπε καθημερινώς να καραβίζουν εις το γειτονικόν ποτάμιον, το σχηματιζόμενον εις το κοίλον κέντρον τής πολίχνης, κατόπιν των υετών. Η παιδίσκη έκυψεν ολίγον τι βαθύτερα, εγλύστρησε, κι έπεσε κατά κεφαλής μέσα εις το νερόν.
Η κραυγή της επνίγη, άνθρωπος δεν έτυχε πλησίον να την ίδη. Μάτην εδοκίμασε να πιασθή από το φρακτόν στόμιον του πηγαδιού. Ετάραξεν, έπλευσεν, εσπαρτάρησε. Μετ’ ολίγα λεπτά την ανέσυραν νεκράν.
Δευτέρα εύρε την τύχην της η πρωτότοκος, η Ελένη, και συγχρόνως με αυτήν η τριτότοκος η Μαργαρώ. Εύρον αι δύο μίαν τύχην, αλλά διφορουμένην και κάπως παράδοξον. Η Ελένη είχεν αρραβωνιασθή τον Παναγή τον Νικούτσικον, λεπτουργόν το επάγγελμα, τον οποίον της είχον εκλέξει αι εξαδέλφαι της μητρός της, ως καλόν νέον και προκομμένον. Αλλ’ όταν κατά το έθος του τόπου, ετελέσθησαν τα μβασίδια, και εισήχθη δια πρώτην φοράν ο γαμβρός εις το σπίτι, ο νέος είδε την αρραβωνιαστικήν του, την οποίαν του ειχον προορίσει, είδε και την μικροτέραν αδελφήν της, την Μαργαρώ. Η καλύπτρα, φευ! προ πολλού είχε καταργηθή εις τα ήθη μας.
Ο Παναγής δεν ηθέλησεν την Λείαν, την Ελενιώ, αλλ’ ηθέλησε την Ραχήλ, την Μαργαρώ. Την άλλην ημέραν δεν εδίστασε να εκδηλώση την προτίμησίν του προς την πενθεράν του την ιδίαν. «Ή μου δίνετε την Μαργαρώ, είπεν, ή σας στέλνω τα σημάδια πίσω».
Να πετάξη ο γαμβρός τα «σημάδια», δηλαδή τους αρραβώνας! κακόν και ψυχρόν το πράγμα. Τι να κάμη η πτωχή η Ασημίνα, τι να κάμη κι’ ο μαστρο-Στεφανής, ο σύζυγός της. Μετά πολλούς δισταγμούς και διαβούλια, αλλά και έριδας μεταξύ του παλαιού ανδρογύνου, αφού η Ασημίνα ήκουσε και τας γνώμας των εξαδέλφων της, ηναγκάσθησαν να υποκύψουν.
Η Μαργαρώ, ως ήκουσεν ότι ο γαμβρός  την προτιμά, δεν ώκνησεν να είπη ότι κι’ αυτή τον θέλει. Ήτον, είναι αληθές, ανθηροτέρα και χαριεστέρα της αδελφής της, και ήτο μόλις δεκαοκταέτις. Η Λενιώ η ατυχής, παραγκωνισθείσα, το επήρε κατάκαρδα. Εφαίνετο ολίγον ασχημούτσικη και ήτον χλωμή και κακοπλασμένη εξ αρχής. Είτε έπασχε αρχήθεν, είτε όχι, το βέβαιον είναι ότι απέθανε φθισική, ολίγον χρόνον ύστερον, μετά δύο μήνας από τον γάμον της Μαργαρώς!
Ιδού πώς αθρόως και χονδρικώς, ούτως ειπείν, διεσκεδάζετο η φιλόστοργος ανησυχία των εξαδελφάδων της Ασημίνας.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Η τύχη απ’ την Αμέρικα»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου