Η τύχη απ’ την Αμέρικα (Μέρος 2ο)


.
ΜΕΡΟΣ 2ο
.
Έμεινε τώρα μία κόρη, η Αφέντρα, η τελευταία. Η μήτηρ της την είχε πλέον «χαδούλα και χαδιάρα», και αι εξαδέλφαι της μητρός της δεν ανησύχουν δι’ αυτήν. Η Ασημίνα έτρεφεν μητρικήν φιλοδοξίαν, την οποίαν ηρέσκετο να σχετίζη με τον καϋμόν της δια την αποδημίαν του υιού, κι’ έβλεπε ξυπνητά όνειρα εν σχέσει προς την μέλλουσαν λαμπράν και ένδοξον εκ της Αμερικής επάνοδον εκείνου.
― Της Αφέντρας μου η τύχη, έλεγε, θα ’ρθη απ’ την Αμέρικα.
Και η κόρη εμεγάλωνε με την ιδέαν ταύτην. Αλλ’ εν τω μεταξύ η τύχη της εκινδύνευσε να έλθη από πολύ αποτέρω, δηλαδή από τας ιδίας περίπου σφαίρας, οπόθεν είχεν έλθει της ατυχούς Ελένης η τύχη και της μικράς Ροδαυγής.
Μία εξαδέλφη του μαστρο-Στεφανή είχε συνδεθή δια του γάμου της με μεγαλείτερον σόι. Εκαλείτο κοινώς η Επαρχίνα. Ήτον συνταξιούχος χήρα διοικητικού υπαλλήλου, προ χρόνων αποθανόντος. Είχε ζήσει εις άλλας πόλεις της Ελλάδος και είχεν αποκτήσει ξενιζούσας έξεις και κλίσεις. Μία των ιδιοτροπιών της, ήτις εφάνη αλλόκοτος εις το χωρίον, υπήρξε το να παραγγείλη να της κατασκευάσουν εντός του περιβόλου του κοινού κοιμητηρίου τον τάφον της κτιστόν, και να επιγράψουν επί πλακός τ’ όνομά της «ενθάδε κείται η αείμνηστος Π. Χ., χήρα του αοιδίμου επάρχου Σ. Χ.», πριν αύτη αποθάνη ακόμη.
Τούτο το είχον κάμει και άλλοι τινές προ αυτής. Έν μάλιστα γεροντικόν ανδρόγυνον είχε κτίσει διδύμους τάφους, ανοικτούς, χάσκοντας, με τας επιγραφάς των ονομάτων των, ζώντων ακόμη. Και το ανδρόγυνον είχε φθάσει εις βαθύ γήρας, 87 ετών ο σύζυγος, 84 η συμβία, και οι τάφοι έχασκον προκλητικώς προς τους επισκέπτας και το ανδρόγυνον δεν απέθνησκε. Τινές μάλιστα είπον ότι επίτηδες είχον κτίσει οι δύο σύζυγοι τους τάφους εκείνους τους ανοικτούς, δια να ξεγελάσουν τον θάνατον και δια να εξορκίσουν τον χάρον…
Τούτους είχε μιμηθεί και η χήρα Π. Χ. Καθώς ήταν νεόκτιστος, ασβεστωμένος, και με υγράν ακόμη κονίαν, μίαν εσπέραν θερινήν, η συνταξιούχος γερόντισσα, συνοδευομένη από την μικράν Αφέντραν, δευτέραν ανεψιάν της, δωδεκαετή τότε παιδίσκην, προς ην εφαίνετο να τρέφη στοργήν τινά, ενώ επέστρεφον από την άμπελον, ολίγον μετά την δύσιν του ηλίου με τα καλαθάκια των από τους αγκώνας κρεμάμενα, διήλθον έξωθεν του νεκροταφείου. Εισήλθον εις τον περίβολον, δια να ίδη η χήρα τον τάφον και δείξη τούτον, ως αξιοπερίεργον τι, εις την μικράν ανεψιάν της.
― Να, Αφέντρα μου, κύτταξε πού θα με βάλουν!...
Η κόρη εκύτταξεν με άκακον περιέργειαν και αφοβίαν.
― Τι όμορφο ταφάκι που θα ’χης, θεια, είπε· μικρούτσικο, μικρούτσικο.
― Μου πήραν μέτρο, είπεν η γραία, μα δεν ξέρω αν θα μου ’ρχεται ίσα-ίσα. Ήθελα να κατεβώ μια κάτω, να ξαπλωθώ, για να δοκιμάσω… πρέπει να τεντωθώ καλά…
Η παιδίσκη ακουσίως εγέλασε.
― Πού σ’ αφήνει, θεια, είπεν, η καμπουρίτσα που έχεις, για να ξαπλωθής; Να δοκιμάσης;
Η γραία εμόρφασε.
― Μπα! είπε, δεν έχω καμπούρα, πού την ηύρα την καμπούρα;
Κι’ έφερε την χείρα οπίσω εις την ράχιν της.
― Σαν πεθάνουμε, εξηκολούθησε να λέγη στρυφνώς πως και μετά πικρίας.. τότε η καμπούρα φεύγει αποπάνω μας, τότε όλα τα κορμιά ισάζουν. Κι’ όλοι μας γινόμαστε ίσοι κι’ όμοιοι, ίσωμα σαν αυτόν τον κάμπο που θα πλαγιάσουμε όλοι μας, σαν αυτό το χώμα που θα μας σκεπάση.
Αίφνης της γραίας τής ήλθε άλλη μια ιδέα.
― Θέλεις, Αφέντρα μου να μβης εδώ μέσα να ξαπλωθής όμορφα-όμορφα, να καμαρώνης για να ιδώ πώς θα φαίνουμαι, όταν με βάλουν μέσα… ίσα κοντεύουμε να είμαστε στο μπόι, γιατί εσύ ψηλώνεις γλήγορα… Να τεντωθής λίγο συ, να ξεδιπλωθώ λίγο εγώ, ίσα θα είμαστε πάνω-κάτω.
Η παιδίσκη μειδιώσα, άκακα, άφοβα, άφησε το καλαθάκι της και κατέβη εις τον κενόν λάκκον. Εκάθισε κάτω, περιμαζεύουσα τα κράσπεδα του φορέματός της, είτα εξηπλώθη, εσταύρωσε τα χεράκια της, έκλεισε τα μάτια της, και εκαμάρωνεν όμορφα-όμορφα, καθώς έλεγεν η γραία θεία της.
― Φτάνει τώρα, έκραξεν η χήρα του Επάρχου· σήκω απάνω, μη μας ιδούν, και λένε τι πάθανε αυτές;… Τι όμορφα που κάνεις την πεθαμένη! Ανέβα γρήγορα και πάμε.
Η Αφέντρα την ιδίαν εσπέραν διηγήθη το πράγμα εις δύο συνομίληκας φίλας της. Τούτων η μία, μεγαλειτέρα κατά δύο έτη από την Αφέντραν, έβαλε φωνήν τρόμου, και κατεφόβισε την κορασίδα.
― Πω πω! Έκαμες την πεθαμένη! και το λες κι’ όλα;
― Γιατί;
― Οι βρυκολάκοι θα σε κυνηγούν!... και θα γυρεύουν να σε πάρουν μαζύ τους…
Τότε η Αφέντρα ετρόμαξε. Την νύκτα επλάγιασε με πονοκέφαλον. Της ήρθε πυρετός. Έβλεπεν όλην την νύκτα νεκρούς και τάφους και βρυκόλακας εις τον τεταραγμένον ύπνον της. Η ιδία η θεια της τής εφαίνετο, ότι είχεν αποθάνει, ότι εβρυκολάκιασε κι’ εζητούσε να της πιη το αίμα. Εξύπνησε παγωμένη, και την κατέλαβε κάτι σπασμώδες και νεκροπαθές.
Είχε πάρει «φρίξιν», καθώς έλεγεν η μητέρα της. Την εσπέραν προσεκλήθη είς ιερεύς, και ήρχισε να της διαβάζη, άνωθεν της κεφαλής της, τα Τετραβάγγελα. Η χήρα η Επαρχίνα κατεθλίβη κι’ επροσπάθει με κάθε τρόπον να εγκαρδιώση την νέαν και να παρηγορήση την μητέρα, η οποία όμως έκαμνε μορφασμούς δυσμενείας προς την ανδρεξαδέλφην της.
― Είδες την Επαρχίνα! έλεγεν κατ’ ιδίαν η Ασημίνα η πτωχή. Να μου τρελλάνη το κορίτσι μιαν ώραν, μιαν ωρίτσα! Τ’ ήθελε να την πάη στα Μνημούρια, θα πω, τι ήθελε; Και την έβαλε, λέει, να πέση μες στον τάφο που είχε κτίσει, για να δοκιμάση το μπόι της!... Κορίτσι απάρθενο, αγουρίδα, άκακο, μούστο πράμα! Και να ξαπλωθή στο λάκκο μέσα, ακούς! Για να σκιάξη, μαθές, τους πεθαμένους;… Για να την αφήση ο Χάρος, γριά κακόγρια, κακομαγειρεμένη, να μην την πάρη και σωθούν οι αμαρτίες της!... Και την έσπρωξε μέσα στο λάκκο, ακούς! Κι’ εσταύρωσε τα χέρια, κι’ εσφάλισε τα μάτια της, τ’ ακούς! Κι’ έκανε την πεθαμένη, τ’ ακούς!... Ποιος ξέρει αν δεν της έρριξε και χώματα απάνω της;… κι’ αν δεν την κακομελέτησε, τάχα; Και τώρα που ήρθε άτυχα του κοριτσιού μου… Και πώς να τώ ’χω ένα παλαβό, ένα σκιασμένο, ένα ριμωμένο, Θε μου!... Κορίτσι μυριάκριβο, που ήταν σαν το κρύο νερό… Πού μου το γύρευαν οι γαμβροί από τώρα… Κι’ εγώ έλεγα, η καϋμένη, να ’ρθη ο Θανάσης απ’ την Αμέρικα, να μου φέρη πολλές-πολλές λίρες, να το παντρέψω, να το νοικοκυρέψω, να ευφρανθώ, να χαρώ!... Και τώρα η Επαρχίνα μου το βόλεψε καλά!... Απ’ το Θεό ας τώ ’βρη!...
Αφού ο ιερεύς επέρανεν αναγιγνώσκων όλα τα Τετραβάγγελα, υπεράνω τής κορυφής της, η Αφέντρα έδειξε σημεία βελτιώσεως. Μετά τρεις εβδομάδας, αι πένθιμοι εικόνες εξηλείφοντο μικρόν κατά μικρόν από τον νουν της. Η μητέρα επροσπάθει να την κάμη να φαιδρυνθή.
― Δεν έχεις τίποτε, Αφέντρα μου· τώρα είσαι καλά… Και πού να ’ρθη απ’ την Αμέρικα ο Θανάσης μας!... Να σου φέρη όλα τα καλούδια… και θα φέρη λίρες, λίρες με την ουρά… να σε στολίσω, να σε κάμω νύφη… Εκατό λίρες θα βάλω κολλαΐνα πάνω στα στήθια σου, στο γάμο, που θα φορής το στεφάνι… να καμαρώνης, να σε ζηλεύουν όλοι!
Κατ’ εκείνας τας ημέρας έφθασεν επιστολή εξ Αμερικής. Ο Θανάσης έγραφεν ότι είναι καλά, και ότι ολίγον ακόμα θ’ αργήση να έλθη, δια να φέρη πολλές λίρες.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Η τύχη απ’ την Αμέρικα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου