Η τύχη απ' την Αμέρικα (Μέρος 3ο)


.


Παρήλθον χρόνοι. Ο Θανάσης έλειπεν ήδη δεκαεπτά έτη εις την Αμερικήν, και θα ήτο πλέον ή 35 ετών ήδη. Η αδελφή του είχεν υπερβή το εικοστόν. Και τέλος δεν είχε μεγαλώσει πολύ, και η μήτηρ της έτρεφε πεποίθησιν, ότι δεν θα εβράδυνε πολύ η τύχη της κόρης να έλθη. Μόνον αν συνέβαινε ποτέ να πειραχθή με καμμίαν συνομήλικα η Αφέντρα, έμενεν η παλαιά ηχώ, ήτις κάμνει όλους και όλας να φέρουν εις όλην την ζωήν των έν παρεγκώμιον, εις τους μικρούς τόπους, οπού ουδέν κρύπτεται ουδενός, και όπου η μετάβασις από της φιλίας εις την έχθραν είναι τόσον εύκολος και ταχεία.
Και τότε η παλαιά ηχώ, δια στόματος της φίλης τής χθες, της εχθράς τής σήμερον, επανέλεγε:
«Παλαβή!... σκιασμένη!... φριμμένη!... πού την πιάνει…». Και τούτο θα έφθανεν ακόμη και εις τα ώτα παντός υποψηφίου μνηστήρος… Πλην, αν ήρχετο ο Θανάσης από την Αμερικήν, κι’ έφερνε τόσον χρυσόν, όσο ωνειροπόλει η μήτηρ, το προηγούμενον εκείνο θα ήτο πολύ μικρόν εμπόδιον δια τους επιδόξους γαμβρούς.
Τέλος, μίαν πρωίαν, ήλθε γράμμα, με μέγα χρωματιστόν φάκελλον, με πολλάς σφραγίδας και γραμματόσημα όχι ολίγα.
― Καλώς τα δέχτης, καλώς τα δέχτης, γειτόνισσα.
― Καλώς τα δέχτης, εξαδέλφη!
― Φχαριστώ, καλό να ’χετε.
Η Ασημίνα είχε μεγάλες χαρές, ομοίως και η Αφέντρα η κόρης της. Το γράμμα εκείνο εφάνη εις την νέαν, ότι περιέκλειε την τύχην της, την οποίαν από τόσον χρόνον επερίμενε πότε να έλθη.
― Έλα να μας ξαναγλώσης το γράμμα, παπά!
Ο παπάς, ο γείτων, ανέβη στο σπίτι του μαστρο-Στεφανή, και «ξανάγλωσε» το γράμμα. Η επιστολή ήταν πράγματι από τον Θανάσην κι’ έγραφεν ότι μετά από ένα μήνα έρχεται. Είχε πάθει ολίγον την υγείαν, έγραφε, κι’ έχει πεποίθησιν ότι το αέρι της πατρίδος θα τον κάμη καλά. Θα έφερε μαζύ του και όλας τας μικράς οικονομίας του.
Δεν εκιτρίνισαν μόνες οι λίρες, τόσα χρόνια, εις τα κλίματα της Νοτίου Αμερικής, όπως έλεγεν άλλοτε ο μαστρο-Στεφανής· εκιτρίνισε κι’ ο ίδιος ο Θανάσης ο υιός του. Κατά Μάρτιον μήνα έφθασεν ούτος εις Πειραιά, ανέβη δε εις τας Αθήνας, δια να τον ίδουν οι ιατροί. Και ούτοι τον εύρον φθισικόν. Είχε παρουσιασθή εις τους ιατρούς με όλα τα δαχτυλίδια του, τις καδένες και τις καρφίτσες του. Του επήραν μερικάς λίρας, τού έδωκαν πολλάς συνταγάς, διάφορα φιαλίδια με χρωματιστά νερά, και κάτι σκόνες, με οσμήν φαρμακείου, και τον εσυμβούλευσαν να υπάγη εις την πατρίδα του. Κι’ εκείνος δι’ εκεί επήγαινε.
Άμα ηκούσθη εις το χωρίον, ότι έρχεται με το βαπόρι ο Θανάσης φέρων και λίρες μαζύ του, πέντε προξενιές έστειλαν δια μιας εις την μητέρα του δια την κόρην της, την Αφέντραν. Περισσότεροι ητοιμάζοντο να στείλουν προξενιάν δια τον Θανάση τον ίδιον, πλην ήξευραν, ότι ο νέος δεν θα ενυμφεύετο πριν εξασφαλίση την αδελφήν του, και οι θέλοντες αυτόν δια γαμβρόν εφιλοτιμούντο να προσφέρωσιν εκδουλεύσεις, μετερχόμενοι τον προξενητήν και την παντρολόγισσαν, όλοι και όλαι, συντελούντες εις την αποκατάστασιν της κόρης το ταχύτερον. Άμα έφθασεν ο Θανάσης και τον είδαν, και ήτον ισχνός και κάτωχρος, ενόησαν πως δεν έμελλε να νυμφευθή εις αυτόν τον κόσμον ο Θανάσης, και παρητήθησαν.
Μεταξύ των γαμβρών, όσοι παρουσιάσθησαν, προεκρίθη είς νέος έχων μικρόν εμπορικόν. Εκαλείτο κοινώς ο Γρηγόρης της Μονεβασώς. Ούτος εσκέφθη, ότι τα χρήματα, τα οποία έφερεν εκ της Αμερικής ο φθισικός νέος , θα ήσαν καλά δια ν’ αυξήση το εμπόριόν του, δια να πληρώση τα χρέη του και ανοίξη περισσοτέρας πιστώσεις. Αι εξαδέλφαι της Ασημίνας, εσκέφθησαν ότι καλόν θα ήτο να συγγενεύσωσι με την εμπορικήν τάξιν, ήτις εξήσκει επιρροήν εις το χωρίον, κι’ εξευγένιζε δια των χρημάτων, πλάττουσα δημάρχους, συμβούλους, κ.τ.λ. Τέλος εταίριασαν και συνήφθη ο αρραβών. 
Ο μεγάλος υιός του Στεφανή, ο Στάθης, έλαβε το τσέκι, το οποίον έφερεν εξ Αμερικής ο αδελφός του, απήλθεν εις Βόλον και το εξηργύρωσε. Ήτον περίπου δια πεντακοσίας αγγλικάς λίρας. Επιστρέψας εκ Βόλου έφερε περί τας 18 ή 19 χιλιάδας χαρτίνας δραχμάς. Τόση ήτον η περιουσία του Θανάση.
Τον φθισικόν νέον τον επήγαν, μετά το Πάσχα, εις το μονύδριον του Αγίου Χαραλάμπους, μίαν τερπνήν εξοχήν. Ο νεός γαμβρός, όστις ήτον πολιτισμένος, απήτησε να βγάλη η αραβωνιαστική του τα εγχώρια φορέματα και να φορέση ευρωπαϊκά.
Η Αφέντρα ήθελε κι’ αυτή να ενδυθή ξενικά, όσω μάλλον ό,τι εσώζετο ακόμη εκ της νυμφικής στολής της μακαρίτιδος Ελένης, με της οποίας το κυριώτερον μέρος είχον ενδύσει την νεκράν, δεν ήθελε να το φορέση, ένεκα προλήψεων. Η άλλη, ύπανδρος αδελφή, η Μαργαρώ, αποτόμως όπως έγινεν ο γάμος της, είχε κάμει πρόχειρα νυμφικά φορέματα, επειδή ούτε η Ελένη θα της παρεχώρει τα ιδικά της στολίδια, δια να στεφανωθή μ’ αυτά, ούτε η Μαργαρώ θα το εδέχετο. Τα ενδύματα της Ελένης, όσα ευρίσκοντο ακόμη εντός του κιβωτίου, αρχαιοπρεπέστερα, ήσαν εν μέρει αυτά τα νυμφικά φορέματα της μητρός των, ολίγον τροποποιημένα, δια τας απαιτήσεις της εποχής. Η δε Αφέντρα ήτον πολύ νεοτέρα, της είχε έλθει η τύχη της από την Αμέρικαν, και ήθελε να συμβαδίση με την εποχήν.
Ο Θανάσης, ο φθισικός νέος, όστις ήτον πλήρης ελπίδων και θάρρους, ότι θ’ ανέκτα την υγείαν του, τώρα που ήλθεν εις την πατρίδα, είχεν ειπή εις την μητέρα του μετά τους αρραβώνας της αδελφής.
― Να γίνω κι’ εγώ καλά, μητέρα, και να γίνη  γάμος.
― Έννοια σου, παιδί μου, θα γένης καλά, πρώτα ο Θεός. Σα δε γένης καλά, πού κάνουμε ημείς γάμο!... Και τώρα που θ’ αρχίσουν να μας έρχωνται οι νυφάδες να μας στέλνουν προξενιές για τ’ εσένα, Θανασάκη μου. Μου είπαν, πέντε έξη πεθεράδες είν’ έτοιμες, για να μου στείλουν προξενιά, ακούς… Τρελλαθήκανε, ζουρλαθήκανε, τ’ ακούς. Χαρά σε μένα!... Ποια κι’ άλλη θα ’χη την τύχη μου… Και τάζουν, και τι δεν τάζουν!... Μα έννοια σου, ημείς θα διαλέξουμε και θα πάρουμε, Θανασάκη… Έτσι κι’ έτσι δε μας γελούν εμάς… Κουράγιο… κάμε, να γένης καλά, παιδάκι μου!
Η προθεσμία δεν ήρεσεν εις τον Γρηγόρην, τον υιόν της Μονεβασώς, ούτε ίσως εις αυτήν την Αφέντραν. Κατά συγκυρίαν δε, εκείνας τας ημέρας αρρώστησε και αυτή η μητέρα του γαμβρού, η γραία Μονεβασώ. Κατά τινα στιγμήν, εις το τέλος μιας επισκέψως του μνηστήρος ενώ ούτος εξήρχετο της οικίας, μεταξύ της πόρτας και της σκάλας, η Αφέντρα σιγά-σιγά εψιθύρισεν εις τον αρραβωνιαστικόν της.
― Ειπέ της μάνας σου, είναι φόβος μην πεθάνη ο Θανάσης, κι’ ύστερα το πένθος θα μας κάμη ν’ αναβάλουμε τα στέφανα… Κι’ εγώ θα πω του Θανάση, πως είναι φόβος μη πεθάνη η μητέρα σου, κι’ απ’ τη λύπη μας, θ’ αναγκαστούμε ν’ αφήσουμε το γάμο για του χρόνου.
― Έννοια σου! είπε μετά αληθούς θαυμασμού ο γαμβρός.
Ο Θανάσης ενέδωκεν εις το επιχείρημα της αδελφής του. Αλλά της Μονεβασώς δεν το εχώρει ο νους της να γίνη ο γάμος του υιού της και να μη παρευρεθή δια να δώση την ευχήν της. Ευτυχώς αύτη ήτον καλλίτερα, κι’ εσηκώθη εις ολίγας ημέρας. Αλλ’ ενώ εγίνοντο αι ετοιμασίαι του γάμου, και είχον κατεβάσει τον άρρωστον από την εξοχήν του Αγίου Χαραλάμπους εις την πολίχνην, ο γαμβρός και ο Στάθης διεφώνησαν ως προς το ποσόν της μετρητής προικός.
Ο γαμβρός ισχυρίζετο, ότι πέντε χιλιάδες είχον συμφωνήσει και χωριστά το σπίτι, το αμπέλι, τον μικρόν ελαιώνα, και τα ρούχα. Ο Στάθης διετείνετο, ότι τεσσερεσήμισυ χιλιάδες το όλον, μαζύ με τα ρούχα, τα έπιπλα, τα σκεύη και τα λοιπά. Και οι δύο έλεγαν την αλήθειαν, επειδή εκάτερος είχεν είπει άλλον αριθμόν, όταν έδωκαν τας χείρας… Επειδή δε τώρα ο γαμβρός ηθέλησε ευρωπαϊκά φορέματα δια την νύφην, όλη η σκευή θα εκόστιζε περίπου χιλίας δραχμάς, και άλλας τέσσαρας χιλιάδας με τρόπον συμβιβαστικόν και χωρίς ξεσυνέρια, ήθελε να μετρήση δια την αδελφήν του.
Εις τα παράπονα της Αφέντρας και της μητρός, ο Θανασάκης επένευσε, και είπε να δώσουν ακόμη χιλίας δραχμάς του γαμβρού, αλλ’ ο Στάθης είχε το λύειν και το δεσμείν, και δεν επείθετο να τας δώση. Ο Στάθης και ο γαμβός ήλλαξαν δριμείας φράσεις.
― Σε ξένο βιο κάνεις κουμάντο εσύ; Άλλος τα καζάντησε αυτά τα γρόσα.
― Και συ με τ’ αδερφού σου τα γρόσα, που έχασε την υγειά του για να τ’ αποχτήση, θέλεις ν’ ανοίξης μεγάλο μαγαζί; Πού είναι τα καζάντια σου εσένα;
Ο γερο-Στεφανής, όστις εισήλθε την στιγμήν εκείνην, επιστρέφων εκ της αγοράς, όπου είχε περάσει από το καπηλείον του Γιάννη του Βλάχου, ενθυμήθη την παροιμίαν.
― Ε! τώρα, ησυχάζετε και σεις; Μοιάζετε με τους δυο, που μάλωναν σε ξένον αχ…
Ο γέρο-Στεφανής δεν ετελείωσεν την φράσιν. Η Αφέντρα είχε στραφή προς τον πατέρα της, κι’ επειδή εγνώριζε τας παροιμίας του, του ένευσε, φέρουσα ζωηρώς τον δάκτυλον εις τα χείλη. Εφοβείτο μη προσβληθή ο μνηστήρ της. Ο Στάθης όμως ήξευρε, φαίνεται, τον άνθρωπόν του, και ήτο βέβαιος περί της ανοχής και της πραότητος του γαμβρού. Τω όντι, ούτος είχε λάβει, την προτεραίαν ήδη, τας τέσσαρας χιλιάδας, καίτοι επέμενε να λάβη άλλας χιλίας, και είχε διαθέσει μέγα μέρος του ποσού εκείνου εις εξόφλησιν εμπορικών υποχρεώσεων.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Η τύχη απ’ την Αμέρικα»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου