Του άρεσε του Αρίστου αυτός ο περίπατος, ολάκερο σχεδόν το Κιαί, από την Πούντα ώσαμε τη Μπόρσα, και ύστερα μεσ’ από τα τσαρσιά κι από τα μπεζεστένια. Πρώτο σεΐρι του, είτανε όποτε αντάμωνε τις ντεβέδες να ξεφορτώνουνε γονατιστές, μπροστά στην αποθήκη της γλυκόριζας, πέρ’ από το σταθμό. Φτάνανε φορτωμένες από το εσωτερικό, μπορεί και πέντε μέρες δρόμο, από χάνι σε χάνι. Και τώρα, ξεφόρτωτες, αναμασούσανε αδιάκοπα, βγάζοντας αφρούς από τη στοματάρα τους, γονατισμένες ανάμεσα στις παχιές πράσινες κουράδες τους, μεγάλες σαν καρβέλι.
― Ατς! τους φώναζε ο ντεβετζής για να σηκωθούνε.
― Άουγκρ, μουγκρίζανε, δίχως να κουνάνε απ’ τη μακαριότητά τους.
Μια κλωτσιά στα πισινά.
― Ατς!
― Άουγκρ, κάνανε αγριεμένες.
Τέλος σηκώνονταν με μια κίνηση κυματιστή, που δεν της έλειπε η χάρη, πελώριες πάνω στα τέσσερα ποδάρια τους, με την ψηλή καμπούρα τους και τον καμπυλωτό κι ατέλειωτο λαιμό. Βρωμολογούσανε όμως, κ’ η μπόχα τους έπνιγε τη φαντασία του Αρίστου. Ξεμάκραινε από κει, αφού μάζευε από χάμω δυο τρία κομμάτια γλυκόριζα. Πιπίλιζε τη γλύκα τους όσο συνέχιζε το δρόμο του για το τσαρσί.
Ύστερ’ από την απότομη στροφή που έκανε το Κιαί, άλλαζε ο κόσμος. Ο Αρίστος καμάρωνε τα πλουσιόσπιτα, λες κ’ είτανε δικά του, διάλεγε πότε το ένα πότε το άλλο για μοντέλο του σπιτιού που θα ’χτιζε μια μέρα, σα θα μεγάλωνε. Μα σιγά σιγά, τα σχήματα γίνονταν φλου μέσα σε μια θαλασσινή γλαράδα, τρεμοπαίζανε μαζί με θαλασσόχορτα και φύκια, ο Αρίστος ένιωθε πως κάτι τέτοιο θα ’τανε το σπίτι του, απαρνιότανε τις πέτρες και τα μάρμαρα, θα ’θελε να γονατίσει στην άκρη του μουράγιου και να πάρει στην απαλάμη του, στις δυο απαλάμες του ενωμένες, για θεμέλιο λίθο, λίγο θαλασσινό νερό μαζί μ’ ένα ψαράκι. Μα φοβότανε να σκύψει πάνω απ’ το μουράγιο, γιατί δεν ήξερε κολύμπι. Και να ’σκυβε, το χέρι του δε θα ’φτανε τη θάλασσα, ένα δικό του μπόι πιο χαμηλά.
Θέατρα, λέσχες, ξενοδοχεία, μεγάλοι καφενέδες, στον ίσκιο οι λουστρατζήδες, ο Δήμος, πλάι του ο Μογγόλος με το σπανό μουστάκι, μάστορης κι αυτός στο γυάλισμα, καθρέφτης οι μποτίνες. (Βρε Δήμο, αμάν! κάνε κουράγιο κανένα χρόνο ακόμα. Τίποτα, λες και το ’βαλε γινάτι ο Δήμος, πέθανε τον τρίτο χρόνο της Κατοχής, σ’ ένα υπόγειο στα Πετράλωνα, πλάι στο κασελάκι του, το ίδιο εκείνο κασελάκι με τα μπρούτζινα στολίδια, που το ’χε φέρει μαζί του ο Δήμος, εδώ στην ξενιτιά). Πιο πέρα, εκείνος ο στρογγυλομούρης ο ξανθός, ο αμίλητος, καθισμένος στο σκαμνί του, μπροστά του αραδιασμένα πέντ’ έξι μπουκαλάκια, και πλάι του στημένο ένα χαρτόνι με κεφαλαία γράμματα: ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΕΤΕΛΕΣΜΕΝΟΝ, ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΘΕΡΑΠΕΥΟΝΤΑΙ. Κ’ η θάλασσα πάντα δεξιά, γλάροι, αφροί, αρμύρα, λατίνια, φλόκοι, σμάλτα, κεχριμπάρια, ύστερα το λιμάνι, παπόρια που αφροστέκουνε αδειανά, κι άλλα πλακουτσωτά πάνω στη θάλασσα, γεμάτα ώσαμε τα μπούνια, δεμένα με την πρύμη στο μουράγιο, παντιέρες, κάθε λογής παντιέρες, μηχανόλαδα, μπογιές, κατράμι, σιδερίλα – η πιο κρύα μυρωδιά – σφυρίγματα των παποριών, σφυρίγματα του παραστάτη, η τσαμπούρνα του τραμβαγέρη, φωνοκόπι, βλαστήμιες, πέταλα και καρούλια βροντολογάνε πάνω στο ντουσεμέ, αλυσίδες, κουδουνίσματα, ανάκατα και μπερδεμένα, το μυαλουδάκι ενός παιδιού δεν προφταίνει να ειδοποιήσει χωριστά, μια μια, την κάθε αίσθηση, κερεστές απ’ το Τριέστι, δοκάρια, τάβλες, μαδέρια, πυργώνουνε σε ξανθιές στοίβες, αραμπάδες πλευρισμένοι σε μαούνες ξεφορτώνουνε σακιά κριθάρι, μαούνες γεμάτες κάρβουνο κολλητά σ’ ένα κάργκο, δυο τάβλες τις ενώνουνε με το μουράγιο, μιαν αράδα μαύρα μερμήγκια, μαύροι άνθρωποι, μ’ ένα τσουβάλι για κουκούλα στο κεφάλι, ανεβαίνουνε αδειανοί από τη μια, κατεβαίνουν φορτωμένοι από την άλλη, πετάνε μαύρο σάλιο τρία μέτρα πέρα, συντριβάνι, ένα βίντσι ανεβάζει μπάλες καπνά, βαρούλκα, βίρα, μάινα, κι από την άλλη μπάντα, σοτοβέντε, άλλο βίντσι κρατάει μετέωρο ένα καζάνι ατμομηχανής, λασκάρησε το παλαμάρι – μάινα! μάινα, τη Μπαναΐα σου! – κι ο ήλιος πάνω στ’ άλμπουρα, πάνω σε χρυσαφιά σουσάμια, γιουβρέκια, σιμίτια, σάμαλι – και τέλη Αυγούστου θα φορτώσουνε τα πρώτα σύκα για το εξωτερικό, μπόμπες θα σκάζουν στον αέρα, σημαιοστολισμός του καραβιού, κεράσματα της εργατιάς από το φορτωτή κι από την ατζεντσία – ο Θεός να ’χει καλά τις πλούσιοι, κοντά σ’ αυτοί κάτι τσιμπολογάει κ’ η φτωχολογιά.
Ύστερα, από το δρόμο πάλι στη Μπόρσα κι από το Αραπιάν Τσαρσί, κι από το Τσοχατζί Μπεζεστένι με τα ραφτάδικα, ή από το Σκοτεινό Μπεζεστένι με τα ψιλικατζίδικα και τα σαράφικα, πλάι στο Βεζίρ Χάνι, ο Αρίστος έβγαινε στο Ισάρ Τζαμί, περνούσε απ’ τα Κερεστετζίδικα κι έφτανε στο Τσάγκρι Τσαρσί. Ο πολτός του σαπουνιού, άσπρος ή πράσινος, ανάλογα με την ποιότητα, χυμένος χάμω στο σανίδωμα, μέσα σε μεγάλα τελάρα, περίμενε να ξεραθεί αρκετά, να πήξει, για να κοπεί σε κομμάτια μ’ ένα μαχαίρι δεμένο σε μακριά βέργα. Αυτό, είτανε δουλειά του πατέρα του με το άτρεμο χέρι. Όλα με το χέρι, εκείνο τον καιρό.
Κοσμάς Πολίτης
«Στου Χατζηφράγκου»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου