Το θαυματουργό εικόνισμα είτανε ξακουστό σε ολάκερη την πολιτεία. Ως και χαρέμια ερχόντουσαν και προσκυνούσανε τη Χάρη της, κρεμάγανε ταξίματα μαλαματένια κι ασημένια, όπως κ’ οι χριστιανές. Η Παναγιά κράταγε το βρέφος τον Ιησού στην αγκαλιά της, μα εκείνη έκανε τα θαύματα, γιατί ο Ιησούς, λέγανε, είτανε μωρό ακόμα, κι εκείνη παρακαλούσανε χριστιανοί κι αγαρηνοί. Έβλεπες κάθε λογής ταξίματα, που παρασταίνανε ούλα τα μέσα και τα όξω του ανθρώπου: χέρια, ποδάρια, κεφάλια, κοιλιές με τον αφαλό στη μέση, τζιέρια, μάτια, μύτες, αφτιά, καρδιές. Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, δάκρυζε η Παναγιά. Ένα χοντρό δάκρυ, πηχτό σα ρετσίνι, γυάλιζε ίδιο διαμάντι κάτω από το δεξί της μάτι, δίχως να κυλάει Και το Μεγάλο Σάββατο, στέγνωνε το δάκρυ κι εξαφανιζότανε.
Σύμφωνα με την παράδοση, το εικόνισμα το ’χε ζουγραφίσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς – αυτός ζουγράφισε ούλα σχεδόν τα θαματουργά εικονίσματα που υπάρχουνε στον κόσμο – πάνω σε μαστίχι ζυμωμένο με λιβάνι και κερί. Γιατί υπάρχουνε κι άλλα θαματουργά εικονίσματα, αχειροποίητα, που δεν τα ’χει φτιάξει χέρι ανθρώπου, και κατεβήκαν έτσι, όπως είναι, από τον ουρανό, λένε.
Το εικόνισμα είταν ιδιοχτησία της αγιωτικιάς κυρα-Βασιλικής, χηρεμένης τώρα, κι έμενε στην οικογένειά της από τέσσερις γενιές, που πάει να πει πάνω από εκατό χρόνια. Το σπίτι της είταν απλόχωρο, ανώγια και κατώγια. Το άγιο εικόνισμα της Θεοτόκου το ’χε μέσα σε μια μεγάλη σάλα, σαν παρεκκλήσι, με μανουάλια και καντήλια. Κράταγε στα χέρια της χαρτιά υπογραμμένα από παλιούς δημογερόντους της κοινότητας, πως ο προπάππος της, νοικοκύρης άνθρωπος, είχε δει στον ύπνο του την Παναγιά, που τον πρόσταξε να πάει στο τάδε μέρος, ορίζοντάς του με ακρίβεια τον τόπο, κι εκεί θα δει σημάδι θεϊκό. Σαν ξύπνησε, το πήρε πως είτανε συνηθισμένο όνειρο, και δεν του ’δωσε σημασία. Μα ξανάδε το ίδιο όνειρο συνέχεια δυο νύχτες, και μάλιστα την τελευταία φορά η Παναγιά τον πρόσταξε αυστηρά να κάνει ό,τι του είπε. Πήρε μαζί του δυο μερών ταΐνι, γιατί το μέρος είτανε μακρινό, και ξεκίνησε νύχτα, για το φόβο των αγαρηνών. Σαν έφτασε, το γλυκοχάραμα, στον τόπο που του είχε ορίσει η Παναγιά, είδε να βγαίνει ένα φως μεσ’ από μια σπηλιά, πλάι σ’ ένα δέντρο που το γνώρισε για τζιτζιφιά. Φοβήθηκε πως είτανε Τούρκοι μέσα στη σπηλιά, και πως το όνειρο είτανε παγίδα που οξαποδώ, για να τον χαλάσει και να πάει ακοινώνητος, και να τον τραβάνε στην κόλαση οι δαιμόνοι. Ωστόσο, μια δύναμη τον έσπρωξε να σιμώσει στη σπηλιά, και τότε είδε πως το φως έβγαινε από το άγιο εικόνισμα, στημένο στο βάθος της σπηλιάς. Δόξασε το Θεό, προσκύνησε, νήστεψε όλη μέρα ως και το νερό, και νύχτα πάλι, για το φόβο των Τούρκων, ξεκίνησε με το εικόνισμα, κι έφτασε στο σπίτι του τα ξημερώματα. Το ταΐνι που είχε πάρει μαζί του, το σκόρπισε ψίχουλα γύρω στη σπηλιά. Κατεβήκανε φτεροκοπώντας τα πλασματάκια τ’ ουρανού και τα τσιμπολογούσανε. Ύστερα κάτσανε στα κλωνιά της τζιτζιφιάς και γλυκοκελαδούσαν, δοξάζοντας τη Δέσποινα των Ουρανών.
Αυτά, σε συντομία, γράφανε τα παλιά χαρτιά. Η κώνα Βασιανή κράταγε ακόμα ένα χαρτί, υπογραμμένο από το δεσπότη εκείνου του καιρού, που βεβαίωνε πως το εικόνισμα είναι θαματουργό, και όριζε να μένει κληρονομιά στην οικογένειά της. Και από τότε ήπεσε μεγάλη ευλογία στην οικογένεια. Το σπίτι με τ’ ανώγια και τα κατώγια το ’χε χτίσει ο συχωρεμένος ο πατέρας της κώνα Βασιανής, σ’ ένα οικόπεδο αγορασμένο από τον πατέρα του. Η ίδια είχε αγοράσει άλλα δυο σπίτια. Όχι παλάτια, βέβαια, μα νοικοκυρεμένα.
Κόσμος και κοσμάκης ταζότανε στη Χάρη της Πικραμένης Παναγιάς. Της ανάβανε λαμπάδες ώσαμε το μπόι τους, κάνανε παρακλήσεις, ευχέλαια και αγιασμούς.
Ο πρωτόπαπας, ωστόσο, δε συμμορφωνότανε. Όλες αυτές τις ιεροτελεστίες τις άφηνε στον παπα-Χαροκόπο. Είτανε περίεργη η στάση του παπα-Νικόλα. Έλεγε, σκεπασμένα, μα έβγαινε καθαρό το νόημα, πως η πίστη κάνει τα θάματα – παραδεχότανε τα θάματα, έτσι έλεγε τουλάχιστον – και πως δεν υπάρχει κανένας λόγος να ’ναι θαματουργό το τάδε εικόνισμα και όχι το δείνα ή το άλλο, αδιάφορο ποιος το ’χε ζουγραφίσει. Με άλλα λόγια, έβαζε τον Ευαγγελιστή Λουκά κοντά στον πρώτο τυχόντα μπογιατζή. Με τέτοιες δοξασίες, θα μπορούσε κανείς να τον κατηγορήσει για αιρετικό. Ούτε μασόνος να ’τανε, μουρμουρίζανε πολλές ενορίτισσες. Κ’ η παπαδιά τού επαναλάβαινε:
― Δεν είσαι φτιαγμένος για παπάς.
Απόφευγε να συζητήσει μαζί της πάνω σ’ αυτό, έκανε πως δεν άκουγε, λες και παραδεχότανε σιωπηρά τα λόγια της.
Εκείνες τις μέρες ήρθανε στο μαχαλά και προσώπατα της κοινότητας. Τι ήρθανε να κάνουνε; Για τούτο το ζήτημα ήρθανε; Για το τέμπλο ήρθανε; Για τίποτ’ άλλο ήρθανε; Δημογεροντία είτανε; Κεντρική Επιτροπή; Ποιοι είτανε; Κόντρα είτανε μεταξύ τους; Ένα είτανε; Κουβεντιάσανε με τον παπα-Νικόλα και με το Χατζή Σάββα το μουχτάρη, άλλοι με κατεβασμένα μούτρα και άλλοι χαμογελαστά. Φέρανε μαζί τους κι έναν, σα να λέμε από το λαό, για να δείξουν κατανόηση – ο Λαός, ο Λαός – έναν παραλή μπακάλη του Φασουλά, με σπίτια και ταρλάδες, εκείνον που έφερνε το μαυροχάβιαρο με το βαρέλι και το πουλούσε με το δράμι. Τον ντύσανε με τα κυριακάτικά του, κοστούμι από μαύρη τσόχα χνουδωτή, ένα δάχτυλο πάχος, Ιούνιο μήνα, κολαριστό πουκάμισο με ψηλό κολάρο ίσαμε τ’ αφτιά και με στρογγυλά μανικέτια, ο άνθρωπος δε μίλαγε, χαμογέλαγε και ιδρωκοπούσε, δεν ήξερε τι να κάνει τις κοντόχοντρες χεράκλες του. Δεν είτανε χέρια δουλεμένα. Είτανε σαν πρησμένα, υγρά, πάντα υγρά, μια υγρασία που έβγαινε από μέσα του, σα να ’σταζε ολάκερος βουτούρατα και λάδια. Στεκότανε αμίλητος ο Μιχαλάκης, χαμογέλαγε και ιδρωκοπούσε, μεσόκοπος, κοντόχοντρος κι ο ίδιος σαν τα χέρια του, με γουρουνότριχες ξανθιές κάτω από τη μύτη, ντροπαλός που τον καταδεχτήκανε τα προσώπατα, ντροπαλός που παράσταινε το Λαό μπρος στη φτωχολογιά. Ο καημένος, δεν έπαιρνε τον εαυτό του στα σοβαρά όπως οι άλλοι, που η σοβαροφάνεια τούς είχε γίνει δεύτερη φύση.
Τα προσώπατα συζητούσανε. Σίγουρα θα ’τανε κόντρα μεταξύ τους – Δημογεροντία; Κεντρική Επιτροπή; τι είτανε; ποιος τους διόρισε; Φαίνονταν να ’χουνε αρχηγούς δυο εφημεριδογράφους, που ο καθένας έβγαζε δικιά του εφημερίδα. Και η ουσία της εφημερίδας είτανε πως αλληλοβρίζονταν. Ο κοσμάκης δεν καταλάβαινε, μα σίγουρα κάποια διχογνωμία είχανε μεταξύ τους, κάποια μοιρασιά. Μερικοί το λέγανε «πολιτική». Ρωτήσανε τον παπα-Νικόλα, που, τελοσπάντων, ήξερε καλά γράμματα: «Ποιανού γνώμη είναι η σωστή;» ― κι εκείνος αποκρίθηκε κάτι που ίσως να ’τανε δικό του, ίσως κάπου να το διάβασε: «Δεν υπάρχουνε γνώμες, μόνο συμφέροντα υπάρχουν». Ακόμα και τούτο, δεν είτανε σωστή κουβέντα.
Κοσμάς Πολίτης
«Στου Χατζηφράγκου»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου