Η ακριβής απόστασις από του μεσημβρινού λιμένος έως το βορεινότερον άκρον της νήσου, όπου έπλεον, θα ήτο ώς δέκα ναυτικών μιλίων. Ο παπάς έβλεπεν, ότι ήθελον νυκτώσει, πριν φθάσωσιν εις το Κάστρον. Ήτο μεσημβρία ήδη, και δεν έφτασσαν ακόμη εις την Κεχρεάν την ωραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα, με τας ελαιοφύτους κλύτας, με τον Αραδιάν, τον πυκνόν δρυμώνα της, με το ρεύμα και τας πλατάνους και τους νερομύλους της. Όταν έφθασαν εις την Κεχρεάν, συνέβη εκείνο το οποίον ο μεν κακομάντης Πανάγος προέλεγεν, ο δε Στεφανής, δεν ηγνόει, και ο παπα-Φραγκούλης προέβλεπεν. Είτε τροπή εις τον μαΐστρον ήτο, είτε αποθαλασσιά και «μπουκάρισμα του κόρφου», τα κύματα ήρχισαν να ογκούνται κατάπρωρα του μικρού σκάφους, και η βάρκα με το λευκόν πανίον της, και με τον φλόκον και την αντένα της, ήρχισε να σκιρτά επί των κυμάτων, ομοία με Ελληναλβανόν χορεύοντα ηρωικούς χορούς, με τον λευκό χιτώνα ανεμίζοντα, με τον ένα βραχίονα τριγωνοειδή εις την μέσην, με τον άλλον υψιτενή και παίζοντα τα δάκτυλα. Αι γυναίκαι ήρχισαν να δειλιώσι. Η θεια το Μαλαμώ ηρώτα τον παπάν αν δεν ήτο καλόν ν’ αποβιβασθώσι και ανέλθωσιν εις την Παναγίαν την Κεχρεάν να λειτουργήσωσιν, όπως εορτάσωσιν εκεί τα Χριστούγεννα. Ο κυρ-Αλεξανδρής, ζαλισθείς, εζάρωσεν εις μίαν γωνίαν, και οι άλλοι επιβάται μεγάλως ανησύχουν. Μόνον δύο άνδρες δεν εδειλίασαν, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο παπα-Φραγκούλης.
Είς των επιβατών επρότεινε ν’ αράξωσι προσωρινώς εις την Κεχρεάν, εωσότου κοπάση ο άνεμος. Ο Στεφανής και ο ιερεύς συνεννοούντο δια νευμάτων. Απείχον ακόμη από το Κάστρον υπέρ τα τρία μίλια. Δύο μέσα ηδύναντο να δοκιμάσωσιν, αν τα εύρισκον τελεσφόρα· ή να συστείλωσι τα ιστία και να προχωρήσωσι με τας κώπας, καταφρονούντες τον αφόρητον, δια τας γυναίκας μάλιστα, σάλον περιβρεχόμενοι από τα θραυόμενα και εισπηδώντα εις το σκάφος κύματα, ριγούντες και δεινώς πάσχοντες, ή ν’ αποβιβασθώσιν εις την ξηράν και να δοκιμάσωσιν, αν θα εύρισκον δρομίσκον τινά, όχι πολύ πλακωμένον από την χιόνα, ώστε να είναι βατός εις ανθρώπους. Πτυάρια και αξίνας δύο τρεις είχε πάρει μαζύ του ο Βασίλης της Μυλωνούς, προβλέπων, ότι ίσως θα εχρησίμευον δια ν’ ανοίξη δρόμον προς ανεύρεσιν του αποκλεισμένου αδελφού του. Ο παπα-Φραγκούλης απεφάνθη, ότι, αφού εξάπαντος θα ενύχτωναν, κάλλιον θα ήτο να δοκιμάσωσι το πρώτον, διότι κέρδος θα ήτο, είπεν όσον ολίγον και αν ηδύναντο να προχωρήσωσι δια θαλάσσης, και ύστερον θα είχον καιρόν να καταφύγωσι και εις την δευτέραν μέθοδον.
Ήδη, ο ήλιος, επιφανείς ακόμη μίαν φοράν, έκλεινε προς την δύσιν. Ήτο τρίτη και ημισεία ώρα. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα του μπαρμπα-Στεφανή, με το ανθρώπινον φορτίον της, εχόρευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχομένη εις υγρά όρη, πότε κατερχομένη εις ρευστάς κοιλάδας, νυν μεν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νυν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την Παράκλησιν όλην, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι ο μπαρμπα-Στεφανής εστενοχωρείτο, μη δυνάμενος επί παρουσία του παπά να εκχύση ελευθέρως τας αφελείς βλασφημίας του, τας οποίας εμάσα κι’ έπνιγε μέσα του, υποτονθορίζων: «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμέτη σου, μέσα!» Κι’ η θεια το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείον του σταυρού, έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κι’ επαναλάμβανεν «Έλα, Κ’στέ μου! βοήθα, Παναϊά μ’!» Και τα κύματα έπληττον την πρώραν, έπληττον τα πλευρά του σκάφους και εισορμώντα εις το κήτος εκτύπον τα νώτα, εκτύπον τους βραχίονας των επιβατών. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν’ αφανισθή. Και η απορρώξ βραχώδης ακτή εφαίνετο διαφιλονικούμενη την λείαν προς τον βυθόν της θαλάσσης.
Τέλος ήρχισε να σκοτεινιάζη. Ενύκτωσεν ακριβώς την στιγμή καθ’ ην θα έβλεπον αντικρύ το Κάστρον, ου απείχον τώρα δύο ακόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα προς ανατολάς ημπόδιζον να φανή το παρήγορον φέγγος της σελήνης. Αλλ’ ο άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθέριευε, και ο πλους κατέστη αδύνατος τού λοιπού. Δεν έβλεπον πλέον ούτε μπρος, ούτε δεξιά τίποτε, ειμή δύο όγκους φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς ο μπαρμπα-Στεφανής εγνώριζε καλά το μέρος.
― Εδώ, εδώ, είν’ ένα λιμανάκι παπά, κατ’ απ’ το Πρυί, αποκάτ’ απ’ την Αγία Αναστασία, στα Μποστάνια.
― Θυμάσαι καλά, Στεφανή;
― Όπως ξέρ’ς η αγιωσύνη σ’ τα γράμματα τσ’ εκκλησιάς απ’ όξου, παπά, έτσι κι’ εγώ τα ξέρ’ απ’ όξου τα λιμανάκια, τους κάβους, κη τσ’ αμμουδιές, όλες τις ξέρες κη τα γρίφια κη τα θαλάμια.
Και προσήγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι.
― Εκεί, εκεί, διαναστάει.
Υπήρχεν έν θαλάσσιον μάρμαρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθάνθησαν πάραυτα το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις σκεπαστόν κι’ ευλίμενον μέρος.
― Πάντα κατευόδιο! είπε ποιών το σημείον του σταυρού ο κυρ-Αλεξανδρής, όστις τότε εξεζαλίσθη κι’ εστάθη εις τους πόδας του.
Επήδησαν είς είς έξω· εξεφόρτωσαν τας αποσκευάς και ηλάφρυναν την βάρκαν. Ανάμεσα εις το μάρμαρον και εις την κρημνώδη ακτήν εσχηματίζετο μικρά αμμουδιά, όση θα ήρκει δια να σύρη αλιεύς την ψαροπούλαν του, γυρμένην από την μίαν πλευράν, να κοιμηθή θεωρών τους αστέρας.
― Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά, είπεν ο μπαρμπα-Στεφανής, κι’ ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράματα, και ν’ αρχίσουμε σιγά-σιγά ν’ ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κι’ οι γυναίκες ό,τι μπορούν.
― Να τώρα τι άξιζε να ’χα το μ’λάρι μαζύ μ’, είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς· σου είπα, μπαρμπα-Στεγανή, να το μπαρκάρουμε· δε θέλησες.
Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δύο φανάρια που είχαν. Ο Βασίλης έλαβε τα πτυάρια και τας αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ήρχισε να κατοπτεύη πού θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιόνα, ώστε να δύνανται οι άνθρωποι να βαδίσωσιν. Από το μέρος εκείνο ως το Κάστρον, το οποίον διεκρίνετο ως πελώριος αμαυρός όγκος υψηλά προς Βορράν, η οδός δεν ήτο πλέον της ώρας, αλλ’ εις ην κατάστασιν ήτο τώρα ο δρόμος από τας χιόνας τις οίδε αν θα ήρκει και το τριπλάσιον του χρόνου όπως φθάσωσιν. Εδείπνησαν όλοι επ’ ποδός με δίπυρα και με ελαίας και έπιον ολίγον οίνον ή ρακήν.
Ο Βασίλης επανελθών ανήγγειλεν, ότι ανεύρε το μονοπάτι, πλακωμένον πολύ από την χιόνα, αλλ’ ότι με πολύν κόπον, αν προπορεύωνται δύο άνθρωποι και ξεχιονίζουν, ελπίζει να φθάσουν εις το Κάστρον, το γρηγορώτερον… έως τα μεσάνυκτα. Εφορτώθησαν τας αποσκευάς. Ο κυρ-Αλεξανδρής έλαβε το ένα φανάρι και μία των γυναικών το άλλο. Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του έλαβον τα πτυάρια και τας αξίνας, και προπορευόμενοι ήρχισαν να ξεχιονίζωσιν. Ο δρομίσκος ανήρχετο έρπων εις τον κρημνόν κατ’ αρχάς, είτα κατήρχετο εις έν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Επάτουν προσεκτικώς, ως να εμετρούσαν τα βήματά των. Η σελήνη είχεν απαλλαγή από των νεφών και προσεπάθει να φέξη τον δρόμον με το κρυερόν φως της. Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, απεπλανώντο κι’ ευρίσκοντο αίφνης επί της κορυφής πελωρίων βράχων, κάτω των οποίων άβυσσος ήνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατέβαινον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων. Ανείρπον εις τον κρημνόν, ως μικρόν κοπάδιον αιγών αποπλανηθέν και απαγόμενον οπίσω εις την μάνδραν από τους δύο βοσκούς του, οίτινες το αναζήτησαν κρατούντες φανάρια, και μακρόθεν αν τους έβλεπε τις, ηδύνατο να τους εκλάβη ως συστρεφόμενον κρικωτόν τέρας, φωσφορίζον την κεφαλήν και την ουράν, με τους δύο φανούς. Με όλον το ξεχιόνισμα, το οποίον εννοεί τις πόσον ατελώς ενηργείτο, επάτουν ενίοτε σφαλερώς, κι’ εχώνοντο ως το γόνυ και ως τον μηρόν εις την χιόνα.
Επλησίαζε μεσάνυκτα, όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από την θάλασσαν και λευκοί από χιόνα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν.
Εκεί επάνω, πριν διέλθωσιν την γέφυραν από την σιδερόπορταν του Κάστρου, ηκούσθησαν φωναί.
― Ποιοι είστε; Ποιοι είστε;
Και αντήχησε βαρύς ο τριβμός των εσκωριασμένων στροφέων, ως να εδοκίμαζέ τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκούσθη δε και μικρός κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκίου.
― Καλοί! Καλοί! Πατριώτες! απήντησεν ο μπαρμπα-Στεφανής. Μα εσείς ποιοι είστε;
― Πέτε μας τα ονόματά σας!
― Ημείς είμαστε… ήρχισεν ο μπαρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως δια του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν.
― Μπα! Αυτή είναι η φωνή τ’ αδελφού μου, ανέκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς.
Και είτα εκτείνας την φωνήν.
― Αργύρη! εγώ είμαι!... εφώναξε.
― Τόσο καλλίτερα… μας έβγαλαν κι’ από έναν κόπο, εψιθύρισεν ο ιερεύς.
Ανέβησαν εις το Κάστρον, όπου συνήντησαν τον Αργύρη της Μυλωνούς και τον σύντροφόν του, τον Γιάννην τον Νυφιώτην. Ούτοι εν ολίγοις διηγήθησαν πώς τους έκλεισε το χιόνι επάνω στο Στοιβωτό, όπου ετρύπωσαν δύο νύκτας εις μίαν σπηλιάν, και πώς την προχθές, ήτοι εις τας 22 του μηνός, ελθόντες τους απηλευθέρωσαν εκείθεν, εκτοπίσαντες μεγάλους όγκους χιόνος, δύο αιγοβοσκοί, ο Γιαλής, ο Κόνιζας και ο Γιώργης ο Μπάντας, οίτινες και ευρίσκοντο την στιγμήν ταύτην με όλον το αιπόλιόν των εις το φρούριον.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Στο Χριστό, στο κάστρο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου