Λες κι έδωκε την ψυχή του αντίδωρο

«Στους δύσκολους καιρούς το σπίτι πρέπει να ’χει αφέντη». Αυτή η κουβέντα της έμεινε και μετά από εκείνη την επίσκεψη την έλεγε και την ξανάλεγε κι όταν πέρναγαν μέρες δίχως να την πει, της την θύμιζα εγώ. Τον γαμπρό τον είχαμε βρει, καλύτερος δεν εβρισκόταν. Το ζήτημα ήτανε να πει το «Ναι» η Άννα, που σαν της μίλαγες για προξενιό έσκουζε σαν δαιμονισμένη. Η Άννα μόνο ένανε φοβότανε και λάτρευε συνάμα. Σ’ αυτόν επάνω απόθεσε η κυρά μου και όλες μας τις ελπίδες. Περίμενε υπομονετικά μέρες και μέρες μία από κείνες τις αναλαμπές που πότε πότε έδειχνε ο Αντών-εφέντης. Και στην πρώτη ευκαιρία έπεσε πάνω του σαν σιρόπι, καλά προετοιμασμένη, να μιλάει αργά, να του λέει τι θ’ απογίνει η οικογένεια, κορόνα την είχε ο μακαρίτης, τι έλεγε ο φίλος του ο Ιγνάτιος για τους δύσκολους καιρούς που ερχόντουσαν, για τους κινδύνους, πως η ευτυχία όλων μας και ιδιαίτερα της Άννας μα κι όλα τα υπάρχοντά μας από το γάμο εκείνο εξαρτιόταν. Και όχι με τον οποιονδήποτε αλλά με τον Νικολή και πως αν δεν του πει το «Ναι» να μην την αφήσει να ’βγει από την κάμαρά του. Να την τρομάξει αν χρειασθεί και να της πει πως απ’ τη στενοχώρια του θα τον πεθάνει. Αυτά και τόσα άλλα, πού να τα θυμηθώ. Η Άννα καθόταν εκείνο το πρωί και έγραφε τα γράμματά της. Τη φώναξε η μάνα της, την έμπασε στην κάμαρα του Αντών-εφέντη κι έκλεισε πίσω της την πόρτα. Απόμεινε ακουμπισμένη πάνω της ν’ αφουγκράζεται τι θα λεγόταν κι εγώ γονατιστή μπροστά στην κλειδαρότρυπα να κάνω το σταυρό μου.
Κι ο Αντών-εφέντης σύρθηκε τότες με τον καλό αγκώνα του πάνω στις μαξιλάρες, μάζεψε όλες τις δυνάμεις που του είχαν απομείνει σ’ αυτόν τον κόσμο και χωρίς να βάλει ή να βγάλει λέξη, άρχισε να λέει απ’ την αρχή με τη σειρά όσα τον είχε δασκαλέψει η κυρά μου. Και κάθε τόσο ζοριζόταν κι έχανε τα λόγια του κι απ’ την πολλή προσπάθεια να ψευδίζει, με το χέρι το καλό να προσπαθεί τα χείλια του να στρώσει, και να τρίβει το λαιμό του για να ’βγει η λαλιά του. Μέχρι και το μικρό δαχτύλι του στο χέρι το κουλό άρχισε να σιγοτρέμει. Κι έπεφτε πίσω λαχανιασμένος και πάνω που λέγαμε πως απόκαμε, πως άχνα πια δεν μπόραγε να ξεστομίσει, έπιανε ξανά τη σαΐτα εκεί που την είχε αφήσει κι άρχιζε μια το στημόνι μια το υφάδι. Και μόλις απόσωσε η Άννα την πρώτη φράση της, έκανε σαν να μην την είχε ακούσει, σαν ο ίδιος να μίλαγε για πρώτη φορά. Και να και ξανά, δε σταμάταγε, λες και η Άννα του ’λεγε με το στόμα της και με τα μάτια της συνέχεια «Όχι». Να ’μαστε κρεμασμένες μπροστά στην πόρτα, ν’ ακούμε τους λυγμούς της Άννας και τα παρακαλητά της για να τη λυπηθεί κι άλλο να μην την πιέζει. Κι εκείνος όσο δεν της έβγαζε το «Ναι», με κάθε λόγο του να μαστιγώνει και να την κομματιάζει, μιαν αυτή και τρεις φορές τη γεια του. «Εδώ με έστειλες την πρώτη φορά και από δω θα με σηκώσουν τώρα», όταν της μούγκρισε, η Άννα δάγκωσε το χέρι της, τις φλέβες της να κόψει και το κλάμα της έγινε τσιρίδα, να την ακούει ο μαχαλάς, να σου σηκώνεται η τρίχα. Να με κρατάει η κυρά μου, έτσι όπως ήμουνα δίπλα της, από τον ώμο κι από την αγωνία της τα νύχια της να με ματώνουν κι εγώ να της κρατώ σφιχτά το χέρι πάνω μου κι ας μου ’κοβε ο πόνος την ανάσα. Κι όταν με τα σαγόνια να χτυπάνε μέσα στ’ αναφιλητά κάτι απάντησε η Άννα, εκείνος συνέχισε σαν δαίμονας με την ίδια δύναμη, λες και τη μάζευε όλα τα χρόνια τής σιωπής στάλα στάλα στα φυλλοκάρδια του για κείνη τη στιγμή: «Δεν θέλω υπόσχεση. Όρκο θέλω. Όρκο. Να μου ορκιστείς γονατιστή». Από το στόμα της έβγαινε φωνή που νόμιζες πως ήθελε να συνταιριάξει λόγια, κάτι να πει, μα ο πόνος της πάγαινε το στόμα πέρα δώθε. Δεν άντεξε η κυρά μου άλλο και μπήκε στην κάμαρη, ξοπίσω της κι εγώ και βρήκαμε την Άννα πεσμένη στο πλάι του κρεβατιού, κουρέλι, να του κρατάει το χέρι το καλό με το μεγάλο δαχτυλίδι και πάνω του να κλαίει με λυγμούς, να θέλει κάτι να πει μα η φωνή πια να μη βγαίνει, να σπαρταράει η σαγόνα της, το στήθος της να χτυπιέται πάνω κάτω, να τρέχουν τα δάκρυά της πάνω στα δάχτυλά του κι από το κλάμα και τον πόνο να φεύγουν απ’ το στόμα της μέχρι και σάλια. Κι ο Αντών-εφέντης ακίνητος, μόνο τ’ αριστερό δαχτύλι του να μη λέει να ησυχάσει. Έτρεξε η κυρά μου στο προσκεφάλι του, έσκυψε από πάνω του κι άρχισε με το μαντίλι της να του σφουγγίζει τον ιδρώτα και να τον καθησυχάζει. Κι όταν η Άννα απόπεσε στο πάτωμα κρατώντας του ακόμα το δεξί του, εκείνος σήκωσε το βλέμμα του στην κυρά μου από πάνω του και την εκοίταξε πρώτη φορά έτσι σε όλη τη ζωή του. Σαν να ’θελε να πάρει για πρώτη φορά την έγκρισή της. «Ελένη μου, τα είπα καλά;» ψιθύρισε. Και πρώτη φορά ακούστηκε στο σπίτι τ’ όνομα της κυράς μου το πραγματικό. «Αντώναινα» τη φώναζε μέχρι τότες, «Αντώναινα» τη λέγαμε κι όλοι μας. Κι εκείνη πήρε στην αγκαλιά της το κεφάλι του, μούσκεμα και κατακόκκινο, το χάιδευε, τον ηρεμούσε και του ’λεγε, σαν να τον συγχωρούσε για όσα είχε τραβήξει μια ζωή: «Δεν υπάρχει πια Ελένη, Αντώνη μου, μόνο Αντώναινα, μόνο Αντώναινα», και τρέχανε τα δάκρυά της, έτσι όπως τρέχανε βουβά κάθε φορά που της κακομιλούσε. Μόνο σαν έβγαλε εκείνη τη δεύτερη τσιρίδα η Άννα, είδαμε πως ο Αντών-εφέντης είχε ξεψυχήσει στα χέρια της κυράς μου. Λες κι έδωκε την ψυχή του αντίδωρο σαν πήρε με όρκο την ψυχή της Άννας.
Νίκος Θέμελης
«Η αναζήτηση»

Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου