Η νόνα καθότανε στην άκρη και παρακολουθούσε σιωπηλή όλο το βράδυ. Μόλις αποδειπνήσαμε με φώναξε στο μαγειρειό, με κάθισε στο μαρμαρένιο το τραπέζι κι άρχισε να μου λέει: «Γιε μου, τα πράματα είναι έτσι, μπορεί όμως να ’ναι και αλλιώς. Ανάλογα ποια αλήθεια ξέρεις, η ποια αλήθεια θέλεις να δεις. Θα σου πω μια ιστορία. Είσαι μεγάλος πια, έχεις μυαλό κι εσύ θα κρίνεις. Ο θειος σου ο Κωνσταντής ήτανε πράγματι έτσι όπως λέει ο πατέρας σου, ο πιο όμορφος, ο πιο λεβέντης, ο πρώτος γαμπρός στα μέρη μας. Σε όλα ήτανε πρώτος, εξόν από ένα. Απ’ τη δουλειά. Μην του έλεγες να κάτσει και να δουλέψει ή να φροντίσει ή έστω να νοιαστεί τα κτήματα του παππού σου. Ολημερίς κι ολοβραδίς γύρναγε από δω κι από κει καβάλα στ’ άλογο και κάθε μέρα δυο φορές φρεσκοπλυμένα ρούχα. Κυνήγι, τάβλι και ρακή και κάτι παστρικιές στη Σμύρνη. Νύχτες και νύχτες τον έφερνε πίσω τ’ άλογο του. Είχε πιο πολλά μυαλά από τον ίδιον. Ο λεβέντης ο Κωνσταντής, ο Κωνσταντής-εφέντης, που λέγαν πως τα χέρια του τις μπότες ποτέ δεν τις είχανε αγγίξει, είχε ένα φίλο καρδιακό. Το γιο του Αγά. Ίδια μυαλά, ίδιο παράστημα κι ίδια σουσούμια. Έτσι τα είχαν τακιμιάσει. Γυρνάγανε μαζί, αυτοί κι αν ήτανε αδέρφια, κι όπου ένας, εκεί κι ο άλλος, ό,τι ήθελε ο ένας, να τρέξει πρώτος ο άλλος να του το προσφέρει. Ο Κωνσταντής μας ήτανε ο μόνος Χριστιανός που είχε με το έτσι θέλω του Αγά το προνόμιο να απαντά στο δρόμο Τούρκο και να μην ξεπεζεύει απ’ τ’ άλογό του. Να μπαίνει καβάλα στ’ άλογο σε ξένο σπίτι, όσο και όπως επιτρεπόταν απ’ τις συνήθειες και τα φιρμάνια για τους Τούρκους, καβάλα και στον καφενέ σαν η ρακή τον είχε αφηνιάσει. Όπου κι αν πήγαιναν οι βερεσέδες ήταν ανοιχτοί και κάθε τόσο ερχόντουσαν λογαριασμοί, μια στον παππού σου, μια στον Αγά, κι οι δυο καμάρωναν κι οι δυο επλέρωναν, σα να ’τανε κι οι δυο παιδιά τους. Είναι αλήθεια πως τους καμαρώναμε και κάθε τόσο κάναμε και τα στραβά μάτια για πράματα που σ’ άλλους ίσως δε θα είχαμε συγχωρέσει.
»Κάποτε ο παππούς σου εσκέφτηκε πως ήτανε καιρός να τον παντρέψει, να τον νοικοκυρέψει και να τον συμμαζέψει γύρω απ’ τα κτήματά του. Του βρήκε δυο νύφες με προίκες τρανταχτές, τη μια καλύτερη απ’ την άλλη. Τη μια από τη Σμύρνη, την άλλη από την Μεναιμένη. Όμορφη η Σμυρνιά, πιο όμορφη κι από την Άννα. Μα ο Κωνσταντής βρήκε κουσούρια και στις δυο και είπε όχι. Στην πίεση τότε του πατέρα του ξεστόμισε πως ήθελε άλλη. Την είχε δει σε ένα πανηγύρι. Της μίλησε και δεν του μίλησε. Εκείνη ήθελε και μόνο εκείνη. Το ’πε για να ξεφύγει, μια κι ήταν παρακατιανή κι ήτανε σίγουρο πως ο πατέρας του θ’ αρνιόταν; Την αγαπούσε στα κρυφά και κανένας μας δεν το ’ξερε; Ποτέ μας δεν το μάθαμε. Ο πατέρας του, λοιπόν, αμέτι μουχαμέτι ήθελε να τον περιμαζέψει, το σκέφτηκε μια, το σκέφτηκε δυο, την τρίτη το αποφάσισε και λέει: “Καλά, λοιπόν” και στέλνει προξενιό για την Ειρήνη, την κόρη του παπά, από ένα χωριό απάνω στο Γκεντίζ εδώ πιο έξω. Μέρες μετά ήρθε η απάντηση και ήταν “Όχι”. Τι έγινε, δε λέγεται. Ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Μέχρι που σήκωσε χέρι στην άμοιρη την προξενήτρα, πως χάλασε η ίδια το προξενιό με την ασχήμια της και τη φαφούτικη φωνή της. Ήτανε σεβντάς ή μόνο περηφάνια πληγωμένη, κανείς δεν ξέρει. Ο Κωνσταντής εφρίαξε, βουρλίστηκε, απείλησε, πείσμωσε: “Κι αν δεν την αγαπώ, τη θέλω”. Έσυρε κι έπεσε με παρακαλητά στα πόδια της Ειρήνης, γονάτισε μπρος στον παπά ζητώντας την ευχή του. Το “Όχι” ήταν “Όχι” και δεν ξεχώριζες αν ήταν του παπά ή της Ειρήνης. Τρεις μέρες κράτησε ο χαλασμός και μετά τσιμουδιά, να μην το μάθει κανείς, μην ντροπιαστούμε κι από πάνω. Κι είναι αλήθεια πως το μυστικό κρατήθηκε ανάμεσα σε τέσσερις πέντε που το ξέραν. Με στέλναν κάθε τόσο στο μεϊντάνι ή σε πανηγύρια να στήσω αυτί, να μάθω αν συζητιόταν τίποτις, αν είχε ξεγλιστρήσει κατιτίς απ’ τον παπά ή την Ειρήνη.
»Πέρασαν μέρες, ξυπνάμε ένα πρωί και βλέπουμε επάνω στο τραπέζι της αυλής βουνό τα πρώτα σύκα. Τα βλέπει ο παππούς και με φωνάζει. “Διάλεξε τα πιο καλά, βάλ’ τα σ’ ένα πανέρι και σύρε στον Αγά να φάει να ευχαριστηθεί, που είναι και δυσκοίλιος.” Ο φίλος του ο Αγάς ήτανε και Καϊμακάμης του Καζά της Μανησάς. Πηγαίνω στον Αγά τα σύκα για πεσκέσι, μου δίνει ολόφρεσκο τυρί μην και γυρίσει άδειο το πανέρι και πάνω που φεύγω μου λέει: “Μπρε, για έλα δω”. Και τι μου λέει; Πως ο μονάκριβός του γιος στο στρώμα είχε πέσει απ’ το σεβντά για κάποια Χριστιανή. Και αν μπορώ να μάθω τι είναι αυτή και πόση προίκα έχει και για τους κόπους μου και για το στόμα μου κλειστό θα είχα ένα γρόσι. Τον ρώτησα, “Ποια είναι, εφέντη” και μου ’πε πως τη λέγανε Ειρήνη, ήτανε κόρη παπά, απ’ ένα χωριό απ’ τα δικά μας στο ποτάμι. Σκιάχτηκα, του ’πα πως ο αφέντης μας δε με αφήνει να ’βγω από την αυλή μας, του ζήτησα συγχώρεση, του φίλησα το χέρι κι έφυγα και μήτε με ματαείδε. Πέρασαν μέρες, μπορεί και βδομάδες. Έρχονται τα βαφτίσια σου, καθυστερημένα τα κάναμε, μαζί με τα βαφτίσια της Άννας, και κάνει ο πατέρας σου μεγάλο γλέντι. Ήρθε και ο Αγάς και κάποιοι λένε πως ήπιε μέχρι και κρασί. Από νωρίς ο θειος σου ο Κωνσταντής-εφέντης αγκαλιά με τον γιο του Αγά χωράτευαν και πίνανε μια στ’ όνομά σου, μια στ’ όνομα της Άννας, μια στ’ όνομα του Χριστού και μία στου Μωάμεθ. Και μη χειρότερα. Κάποια στιγμή τους πιάνει το μάτι μου να κάθονται πάνω από το πηγάδι και να κουνιούνται μια έτσι μια αλλιώς απ’ το πολύ μεθύσι. Πάω κοντά τους για να δω μην παραπέσουν και τους ακούω και τους δυο να κλαιν για την Ειρήνη. Καθόντουσαν και λιώναν και βογκούσαν αγκαλιά για το κακό που είχαν πάθει, τη μοίρα που ’θελε τα δυο αδέρφια να χωρίσει για την Ειρήνη, μπας κι ήθελε άλλον ή μην και ήτανε πόρνη. Γύρισα κι έφυγα, τους άφησα μέσα στα ξερατά τους. Λίγο μετά τους είδα ν’ ανοίγουν την αυλόπορτα, να βγαίνουν μαζί κι αμέσως μετά τα πέταλα των αλόγων τους που απομακρύνονταν από το σπίτι. Τι έγινε, όρκο να πάρω δεν μπορώ. Εσύ να ζυγιάσεις, εσύ να κρίνεις. Την άλλη μέρα βρήκαν σφαγμένη την Ειρήνη. Να τσ’ έχει φύγει όλο το αίμα απ’ το λαιμό και μια μαχαιριά βαθιά μες στην καρδιά πέρα ως πέρα. Τρεις μέρες εμοιρολογούσανε, σαράντα καταριόνταν. Η συμφορά έφτασε μέχρι τη Σμύρνη και πριν προφτάσουν να τη θάψουνε, κατάφθασε ο Αλαήμπεης με δυο αρματωμένους και άρχισε να ρωτάει. Βγάλανε και απόφαση πως ήτανε ληστές που θέλανε να κλέψουνε την εκκλησία. Και ο Αγάς, που ήτανε και Καϊμακάμης, έστειλε με τον Αλαήμπεη πέντε έξι ύποπτους στον Ντιβάν Ρεϊσσί να κρίνει αυτός και ν’ αποφασίσει. Απάνω εκεί, έτσι αναπάντεχα, χωρίς συζήτηση καμιά μέσα στο σπίτι, έφυγε ο Κωνσταντής, να πάει στην Πόλη να σπουδάσει. Δυο μέρες μετά έφυγε κι ο γιος του Αγά. Κι εκείνος για την Πόλη. Κανένας δεν τους ματαείδε πια, κανείς δεν έμαθε τι απογίναν κι ας λένε μαντάτα από δω κι από κει, εγώ σου λέω όλα παραμύθια. Γι’ αυτό, γιε μου, τα πράγματα μπορεί να είναι έτσι, μπορεί να είναι κι αλλιώς, ανάλογα πώς τα διαβάζεις»
Νίκος Θέμελης
«Η αναζήτηση»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
συγχαρητήρια για τη δουλειά που δείχνει τόση αγάπη για το λόγο
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώ πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφή