Ήταν ψηλός, ξερακιανός, με μύτη μεγάλη και γαμψή, με μάτια δυνατά, σαν αετού από τα μέρη τα δικά μας, γεροδεμένος κι ας ήταν σίγουρα χρόνια αρκετά πάνω από μένα. Τον ρώτησα τι έχει κάνει για να του φέρονται έτσι, εδώ σ’ ένα μέρος όπου Χριστιανοί κι Οθωμανοί ζούσαν μαζί, όπως μου λέγαν όλοι μονοιασμένα. «Δεν είμαι μήτε Οθωμανός, μήτε Ρωμιός», μου αποκρίθηκε. Τον λέγαν Μεχμέτ και ήτανε από τη Μάλτα. Μπορεί να κράταγε από Σαρακηνούς. Κόντευαν είκοσι χρόνια που το καράβι τους ένα βράδυ έπεσε σε ξέρα πάνω, πνίγηκαν όλοι και μόνο ο Αλλάχ μπορεί να ξέρει πώς σώθηκε αυτός και βγήκε ζωντανός μέχρι τα βράχια. «Στην αρχή πήγαν να με κρεμάσουνε», συνέχισε, «μα κάτι έγινε και ο Αλλάχ μπήκε στη μέση και μου χαρίσαν τη ζωή. Δε θέλησα ποτέ πια να φύγω από δω, γιατί δεν ήξερα τι άλλο θα μπορούσα πια να συναντήσω, ούτε κι αν ο Αλλάχ θα έβρισκε πάντα καιρό για να με σώνει. Για καιρό έτρωγα ό,τι άφηναν οι σκύλοι και ψάρια ωμά που τα πετούσαν μετά το ψάρεμα για άχρηστα πίσω στη θάλασσα. Έκανα συντροφιά με τις φώκιες σαπέρα στις σπηλιές. Στην αρχή με φοβόντουσαν. Βδομάδες, μήνες δε μου μιλούσε άνθρωπος, με βλέπαν τα παιδιά και φεύγαν, άλλα με παίρναν με τις πέτρες. Με δείχνανε και λέγανε: “Ο πειρατής, ο πειρατής!” κι εγώ τους έλεγα: “Μεχμέτ, Μεχμέτ”, κι αυτοί λέγανε: “Ο πειρατής!” Μια μέρα που μάζευα στα βράχια πεταλίδες, γλίστρησα κι έπεσα κάτω. Χτύπησα το κεφάλι μου κι έμεινα στον τόπο. Όταν ξύπνησα μ’ είχε περιμαζέψει ο γέρος του πάπα-Φώτη. Έβλεπε ακόμη τότε. Μου ’δωσε νερό, ψωμί, τυρί, καρπούζι. Είχα να φάω τυρί από τότε που είχα φύγει από τη Μάλτα. Αλλά κι εκείνος με φοβότανε, είχε γυναίκα νέα, την άλλη μέρα έβαλε σε έναν ντουρβά δυο τρία πράγματα και μου ’πε: “Ινσαλάχ και στράτα καλή!” Στο χωριό μαθεύτηκε πως με είχε περιμαζέψει, πήγαν τον βρήκανε, μέχρι κι ο Καϊμακάμης ανησύχησε που κάποιος άνθρωπος μού είχε φερθεί λίγο καλύτερα από σκύλο. Καιρό μετά, που αρχίσανε σιγά σιγά κάποιοι να μου μιλάνε, μου είπανε πως τότε ο γέρος του παπα-Φώτη είπε στον Καϊμακάμη: “Αγά μου, δεν είναι πειρατής, Σαρακηνός μονάχα είναι”. Κι εκείνος τον ρώτησε ποια είναι η διαφορά κι ο γέρος του παπα-Φώτη του εξήγησε κι ο Αγάς στο τρίστρατο της αγοράς όταν ρωτήθηκε, είπε: “Δεν είναι πειρατής, μονάχα είναι ένας Σαρακηνός”. Κι από τότε, όλοι με λέγανε Σαρακηνό και πάψανε σιγά σιγά να με φωνάζουν Πειρατή. Από τότε άρχισα να ζω, χωρίς να αισθάνομαι ντροπή. Τα καλοκαίρια κοιμόμουνα στη Σκάλα έξω, κάτω απ’ τις βάρκες του ταρσανά και το χειμώνα γύρναγα και πήγαινα στο κοιμητήρι. Ένας γύφτος μού είχε φτιάξει κλειδί για την εξώπορτα της εκκλησιάς, έμπαινα μέσα και κοιμόμουνα στις πλάκες, πιο σίγουρος πως έτσι τα χαράματα απ’ την παγωνιά θα ξύπναγα και θα έβγαινα κρυφά από το κοιμητήρι όσο ήτανε σκοτάδι ακόμη.
»Καιρό πολύ μετά, καθόμουνα μια μέρα στον τσεσμέ της αγοράς, έπινα νερό και περίμενα, χωρίς να ξέρω τι. Εκείνη τη στιγμή φάνηκε πάνω στ’ άλογο ο Αγάς. Μαζεύτηκαν όλοι γύρω του για να τον χαιρετήσουν και να δηλώσουνε το σεβασμό τους κι ο Αγάς χαρούμενος όσο ποτέ, μ’ ένα γέλιο μέχρι το φέσι, τους είπε ότι έχει γιο και πως τον λένε Αχμέτ κι από δω και πέρα όλοι θα πρέπει να ξέρουνε το όνομά του. Όλοι γύρω τον χαιρετάγανε κι ο καθένας του ’δινε κι από μια ευχή. Καθόμουνα κι εγώ πιο πέρα και μετρούσα τη χαρά των άλλων. Με είδε τότε ο Αγάς, έσμιξε τα φρύδια του, σκοτείνιασε και με ρώτησε γιατί ’μαι σκεφτικός, τι έχω στην καρδιά μου και να του την ανοίξω. “Χαίρομαι με τη χαρά σου, εφέντη”, του ’πα. Κάπως γαλήνεψε και ξαναρώτησε ποιο είναι το όνομά μου. “Μεχμέτ, εφέντη”, του απήντησα, “Μεχμέτ”. Σκέφτηκε λίγο κι είπε: “Αφερίμ, το γιο μου Αχμέτ και σένα Μεχμέτ”. Τσίγκλησε το άλογο και πήρε το δρόμο για την κατηφόρα. Από τότε έπαψα να ’μαι ο Σαρακηνός, κι άρχισαν όλοι να με φωνάζουνε Μεχμέτ και να υπάρχω. Άρχισαν να μου δίνουν θελήματα, να με ζητούν στους μπαχτσέδες, στα λιόδεντρα, στη Σκάλα, όταν ερχόντουσαν βαριά εμπορεύματα και δυσκολεύονταν να ξεφορτώσουν. Μα μες στο σπίτι τους δεν κόταγαν να με βάλουν. Τότε ήταν που ο πατέρας του παπα-Φώτη μια μέρα Κυριακή πρωί στον καφενέ είπε πως κάποιος πρέπει να φυλάει το κάστρο. Απόρησαν όλοι κι εγώ μ’ αυτούς, όταν μου είπανε να πάω να μείνω στο κάστρο, μέχρι που γρήγορα κατάλαβα πόσο σωστή απόφαση ήτανε αυτή και πόσο θα άλλαζε η ζωή μου. Βρήκα έτοιμο ένα ντάμι και από τότε έχω το πιο μεγάλο σπίτι στον Μόλυβο. Μετά μου εμπιστεύθηκαν να φυλάω και τα στάρια.
»Κάτω απ’ το κάστρο στα τελευταία σπίτια, έμενε τότε μια γριά άρρωστη, δεν μπορούσε να κουνηθεί, πονάγανε τα κόκαλά της. Είχε κομπόδεμα γερό και γιο που πήγαινε από τα μέρη μας απέναντι και πάλι πίσω, μα που με τον καιρό η μάνα του τον έβλεπε όλο και πιο λίγο. Είχε αποκτήσει στ’ Αδραμύτι βιος και κτήματα και ζούσε με μια Τουρκάλα κι αυτό ήταν ο καημός της. Με φώναξε μια μέρα και μου πε: “Θα με φροντίζεις και εγώ θα σου μάθω ελληνικά και τούρκικα, θα σου δώσω και κάνα δυο κατσίκες, θα πούμε ότι είναι δικές μου, μα θα τις έχεις όλες εσύ, αλλά για όλα αυτά θέλω ένα πράγμα: Να βαφτιστείς, να γίνεις χριστιανός και να σε λέμε Ιγνάτιο”. Ρώτησα και ξαναρώτησα τι μου είχε πει, δυσκολευόμουνα να καταλάβω, στο τέλος σιγουρεύτηκα ότι ήθελε να γίνω Χριστιανός. Τότε της είπα πως συμφωνώ, μα πως θα ’πρεπε πρώτα να μάθω καλά τα ελληνικά, γιατί δεν ήτανε σωστό να είμαι Χριστιανός και να μην ξέρω ελληνικά. Τη βρήκε την απάντηση σωστή κι αρχίσαμε να ζούμε με αυτή τη συμφωνία, μέχρι που μια μέρα η γιαγιά πέθανε, εγώ είχα μάθει τούρκικα κι ελληνικά σαν να ’μουν Μολυβιάτης, μου ’μειναν οι κατσίκες της, οι κότες της και πάνω απ’ όλα τ’ όνομά μου, Μεχμέτ. Ο Αλλάχ με βοήθησε και δεν αλλαξοπίστησα».
Νίκος Θέμελης
«Η αναζήτηση»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου