Ο Ιωάννης Καμπάνης ή Παπαδάκης ήταν εξάδερφος του Ισμαήλ Φερίκ πασά. Επειδή γεννήθηκε χρόνια μετά την καταστροφή του οροπέδιου, δεν είχε δει κανέναν από την οικογένεια του αδερφού του πατέρα του, που αφανίστηκε τότε. Αλλά και πάλι δεν αφανίστηκε ολότελα, αφού ο Αντώνης, ο αδερφός του Ισμαήλ Φερίκ πασά, ζούσε στην Αθήνα.
Ο Ιωάννης μίλησε στον Ισμαήλ Φερίκ πασά για τη μάνα του, ότι αυτός δεν την επρόλαβε, αφού γεννήθηκε πολλά χρόνια μετά την αιχμαλωσία της. Φαίνεται πως είχε πεθάνει λίγο αργότερα, μα δεν θυμόταν τ’ όνομά της στο νεκροταφείο του χωριού. Διηγήθηκε στον πασά τις τρεις διαφορετικές ιστορίες που έλεγαν για την τύχη της, και τα επιχειρήματα που στήριζαν την καθεμιά ξεχωριστά. Δέκα μόνο χρόνια μετά τη σφαγή, κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε συμβεί και το πλήθος των εξιστορήσεων έβαζε τους απόντες σε τοποθεσίες και ημερομηνίες τόσο θολές, που έμοιαζε σαν να μην τους είχε σηκώσει ο πόλεμος αλλά η πρωινή πάχνη του κάμπου. Και κανείς δεν ενδιαφερόταν να εξακριβώσει την αλήθεια, αφού τα γεγονότα σκόρπιζαν και πολλαπλασιάζονταν σε διηγήσεις, ώστε λίγο αργότερα να μένει μόνο μια ισχυρή εικασία. Οι απόντες άγγιζαν πάντα με την άκρη του δάχτυλου τους ζωντανούς, χωρίς να εξαρτώνται πια από τους κανόνες ζωής και θανάτου. Πληθαίνουν, τέλειωσε ο Ιωάννης, μπαίνοντας ο καθένας σε πολλές ιστορίες, κι ίσως αυτό είναι πιο δίκαιο από τον ένα θάνατο.
Ο Αντώνης αναδύθηκε από την πάχνη των ιστοριών κι έδωσε σήματα ζωής από την Αθήνα. Είχανε συναντηθεί με τον Ιωάννη εκεί και είχανε μιλήσει. Αυτός τον είχε στείλει, αφού έμαθε. Ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς δεν ρώτησε τι και από πού έμαθε ο αδερφός του· ούτε ο Ιωάννης αποκάλυψε πως η μυστική εταιρεία, όπου ο Αντώνης κι αυτός ανήκαν σαν πατριώτες, ανακάλυψε τα ίχνη του πασά και τους παρότρυνε να τον συναντήσουν.
Η ιστορία του Αντώνη, εφόσον επέζησε, ήταν μία. Ζούσε στην Αθήνα, ντυνόταν φράγκικα με λαιμοδέτη και είχε χωρίστρα στην αριστερή μεριά των μαλλιών του. Τον λογάριαζαν, και ήταν, ανάμεσα στους πιο πλούσιους Έλληνες. Ανύπαντρος, πρόσθεσε, σαν να έλεγε ορκισμένος. Βρέθηκε αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη. Η ρωσική πρεσβεία μπόρεσε να γλιτώσει μερικούς αιχμαλώτους. Έκρυψαν τον Αντώνη, έφηβο μόλις και μικρόσωμο, στο άδειο βαρέλι ενός πλοίου, που θα μετέφερε τσίρους στην Οδησσό. Οι Τούρκοι κατάλαβαν τις ενέργειες των Ρώσων. Ανέβασαν στο πλοίο στρατό και άρχισαν να ψάχνουν. Άνοιξαν όλα τα βαρέλια, εκτός απ’ αυτό που έκρυβε τον Αντώνη. Ενώ άκουγε τους Τούρκους να ερευνούν, ορκίστηκε πρώτη φορά. Σώθηκε. Η οικογένεια Στούρτζα, από την οποία κατάγονταν δυο ηγεμόνες της Μολδαβίας, προστάτεψε τον Αντώνη. Έμαθε γράμματα και δούλεψε στο βιβλιοπωλείο του Αλέξανδρου Στούρτζα στην Οδησσό. Κέρδισε την εμπιστοσύνη του προστάτη του, που τον αφιέρωσε στη μελέτη της γεωπονίας και μετά τον έβαλε επιστάτη στις απέραντες γαίες του. Ο Στούρτζας πέθανε πριν από τον Κριμαϊκό πόλεμο. Ο πόλεμος έδωσε στον Αντώνη τη διπλή ευκαιρία, να γυρίσει στην Αθήνα κα να γίνει πλούσιος. Μετέτρεψε όσα χρήματα είχε σε στάρι, που το αγόρασε πολύ φτηνό στη Ρωσία, και κατέβηκε στην Ελλάδα, όπου το πούλησε ακριβά εξαιτίας του αποκλεισμού. Τη δεύτερη φορά μετέτρεψε τα χρήματά του σε κτήματα. Σε μιαν από τις τροποποιήσεις του Σχεδίου του Κλεάνθη, τα κτήματά του μπήκαν όλα στο Σχέδιο και αποτέλεσαν την καρδιά της Αθήνας.
Ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς δεν ρώτησε τίποτε. Ο Ιωάννης δεν ανέφερε πως ο πρώτος όρκος είχε στερεωθεί στον μεταγενέστερο όρκο του εταίρου. Ούτε όμως ο Ιωάννης, ούτε και κανείς άλλος, μπορούσε από τότε να προβλέψει πως η επόμενη επανάσταση στη νήσο θα στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στα χρήματα του Αντώνη. Πολύ περισσότερο να προβλέψει πως, όταν μετά από μερικά χρόνια θα πέθαινε ο Αντώνης άκληρος, θα άφηνε την περιουσία του στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Πως θα λογαριαζότανε ανάμεσα στους δέκα ιδρυτές και ευεργέτες του ιδρύματος. Πως το όνομά του, γραμμένο με χρυσά γράμματα δεξιά και κάτω από το όνομα του Όθωνα, και με χρυσά επίσης γράμματα στην είσοδο της Φοιτητικής Λέσχης, που χτίστηκε πολύ αργότερα από το κληροδότημά του, θα διέσωζε με διαφορετικό τρόπο τον πρώην αιχμάλωτο πολέμου.
Ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς άκουγε τον εξάδερφό του κι είχε την αίσθηση ότι νιφάδες σκέπαζαν την εγκαταλειμμένη όαση. Είδε μπροστά του το οροπέδιο άσπρο, όπως το θυμόταν τον χειμώνα. Παράξενο πώς έβγαιναν οι φοινικιές και τ’ άλογα πάνω στο άσπρο και βουβό. Μέσα του ανέβρυσαν πιεστικά οι ερωτήσεις του ξενιτεμένου. Δεν ρώτησε τίποτε, γιατί το χιόνι τον είχε κλείσει σε στοχαστική σιωπή. Ένιωθε πλήρης στη σιωπή, σαν βρέφος που το έλουσαν και το αγαπάνε τυλιγμένο σε ζεστές πετσέτες.
Αργά το απόγευμα σηκώθηκαν να γυρίσουν στο χάνι Η συνοδεία του δεν παραξενεύτηκε από το γεγονός πως ο αφέντης δεν είχε χτυπήσει τίποτε, όσο απ’ το φως που γλύκαινε το πρόσωπό του, σαν κάτι να είχε πάρει ο ίδιος απ’ τ’ αγριοπερίστερα. Το βράδυ δείπνησε πάλι με τον ξένο και κουβέντιαζαν για τα εμπόρια. Έπειτα έμεινε πάλι μόνος στη μεγάλη σάλα να καπνίζει. Διότι η γραμμή του Νείλου, όπου το τέλος δεν συνέπιπτε ποτέ με την αρχή, χθες δεν κατέβηκε στη θάλασσα. Και δεν επρόκειτο να ξανακατεβεί. Το υδάτινο κεφάλι γύρισε να δαγκώσει την ουρά του κουλουριάζοντας το σώμα. Κι ο ποταμός γύρισε έναν κύκλο μέσα στο οροπέδιο και το πλημμύρισε, κάνοντας το χιόνι να λιώνει και να στραγγίζει στις φυσικές καταβόθρες. Μέσα του στράγγιζε η υπόμνηση του ήχου, της μυρωδιάς, της όρασης, της γεύσης, της αφής. Από χθες τίποτε δεν μπορούσε ν’ αγγίξει το μυαλό του απλά, όπως άγγιζε το μαχαίρι τη ζώνη του. Ο ανύπαρκτος κόσμος είχε αρχίσει να επεμβαίνει στον υπαρκτό, φουσκώνοντας ένα μάτι στο κλαδί, εκεί που πριν δεν υπήρχε τίποτε. Αν συνεχιζόταν η ωρίμανση, τότε ο θάνατός του είχε αρχίσει να κυοφορείται. Και θα συνέβαινε, ήταν βέβαιος, μόλις ξαναβρισκόταν ανάμεσα σε όσα τον κατέκλυζαν με τη χαμένη τους αθωότητα. Έστω κι αν στο μεταξύ είχανε όλα μετακινηθεί και φαίνονταν αλλιώτικα στον αναλλοίωτο ήλιο.
Αποφάσισε να μην εκμυστηρευτεί τα αισθήματά του στον Ιωάννη, ούτε ότι δεν ήταν μόνο ξάδερφός του αλλά και προάγγελος θανάτου.
Ρέα Γαλανάκη
«Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά»
Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου