Θα τα θυμόταν σαν μια βάσανο του νου

 
Το αγόρι σκέφτηκε πως το κλειδί θα μπορούσε να ξαναγυρίσει στην κλειδαριά, ορίζοντας μ’ έναν ήπιο μεταλλικό φθόγγο τη ζωή σαν αλληλουχία. Μέτρησε τις προϋποθέσεις στα δάχτυλα. Αν οι Τούρκοι κι Αιγύπτιοι δεν έκαιγαν το χωριό. Αν το ιππικό τους μαζευόταν απ’ όλο το οροπέδιο κι έφευγε από το ίδιο πέρασμα, που βρήκε αφύλαχτο και όρμησε στον δυσμάχητο τόπο. Αν ο Χριστός δεν ελογάριαζε τα αφανέρωτα μαζί με τα φανερωμένα κρίματα, ακούγοντας τις παρακλήσεις. Αν τέλος, δαίμονες και νεράιδες των σπηλαίων εδέονταν μαζί με τους αγίους των εκκλησιών.
Άκουσε τη μάνα του να του φωνάζει από την είσοδο της σπηλιάς. Το φως έτεμνε το σώμα της, τραβώντας μια λοξή γραμμή από το γαλάζιο τού αέρα μέχρι το πράσινο των βρύων, που σκέπαζαν τα βράχια κοντά στην είσοδο. Ένιωσε τη φωνή της σαν μια λοξή επίσης γραμμή, χλοερή και ουράνια, που αποσπάστηκε από το σώμα της και κατέβηκε να σταθεί πλάι του, εκεί που άρχιζε το σκοτάδι. Ήταν πιο μαύρο από τα κούτσουρα, που είχαν μείνει στην παραστιά του σπιτιού. Μέσα στο μαύρο δεν υπήρχε καμιά κίνηση· το χέρι στ’ αδράχτι αρνιόταν να στρίψει τα δάχτυλα, το χέρι στο χαλινάρι αρνιόταν να λυγίσει τον καρπό, το χέρι του μεγάλου αδερφού καρφώθηκε πάνω στα μήλα. Εδώ η μυρωδιά των μήλων χάθηκε. Δεν ακουγόταν θρόισμα δέντρου ή φωνή ζώου. Ούτε αλαλαγμός εχθρού. Το ίδιο μαύρο κατάπιε και το κλειδί του σπιτιού.
Άκουσε τη φωνή της. Το μέχρι τότε αβασάνιστο νερό των ημερών του άρχισε ν’ αντανακλά σκόρπιες και γρήγορες εικόνες. Και η φωνή της σκορπιζόταν, σαν να κυλούσε μαζί με το νερό.
Δεν θα γύριζε κοντά της. Ήθελε να γνωρίσει το σκοτάδι της σπηλιάς.
.
Μπήκε στις αίθουσες που είναι χτισμένες χωρίς μαστόρους. Εκεί κολόνες ατελείωτες στάζουν από την αγωνία του τελειωμένου σχήματος· γι’ αυτό λαβαίνουν όποια μνήμη τους αποδοθεί. Το αγόρι φώτισε με το κερί τα ακίνητα χέρια πάνω στ’ αδράχτι, στο χαλινάρι και στα μήλα. Σκέφτηκε πως αν είχε πιο πολλά κεριά, θα μπορούσε να φωτίσει τους ήχους και τις μυρωδιές του σπιτιού. Προχώρησε αργά ανάμεσα στους σταλαγμίτες, που γρηγορούσαν περιμένοντας το άγγιγμα του σταλακτίτη. Η κίνησή του ιχνογραφήθηκε αμυδρά πάνω στο σαν κερήθρα μέλισσας χρώμα των πετρωμάτων. Άγγιξε ένα βράχο κι ένιωσε τη δροσιά τού λάχανου πολύ πρωί στα περιβόλια. Σκέφτηκε πως, αφού μπορούσε ακόμη να στηρίζεται στα περιβόλια, δεν ήταν μόνο μάγια γύρω του. Πάλι δεν ήταν ό,τι γνώριζε. Φοβήθηκε μήπως οι μεγάλοι είχαν δίκιο όταν δεν άφηναν μικρά παιδιά να μπαίνουν στη σπηλιά. Κι αυτός υπάκουε με την αμίλητη υπακοή της προσμονής.
Έκανε κρύο. Άκουγε βαριές σταγόνες να πέφτουν γύρω του. Ο ήχος τους πολλαπλασιαζόταν σε βόμβο μελισσών. Θυμήθηκε κουβέντες, πως η σπηλιά ήταν κάποτε γεμάτη μέλισσες, αλλά ποτέ κανένας δεν τις είχε δει. Είπε μήπως ο βόμβος προερχόταν από τις αφύσικα μεγεθυσμένες ομιλίες όσων στριμώχνονταν στην είσοδο της σπηλιάς, για τον φόβο του Οθωμανού. Οι άντρες είχαν βγει στα βουνά, που έζωναν το οροπέδιο, και στην είσοδο βρίσκονταν μόνο γυναικόπαιδα, ανήμποροι και λίγα ζωντανά. Δεν προχωρούσαν όμως στη σπηλιά, γιατί το σκοτάδι τους φόβιζε όσο και ο εχθρός. Απ’ τους παλιότερους είχαν κληρονομήσει κάποιαν αγωνία, μήπως όλα που άκουσαν και τα φαντάστηκαν μετά σαν μυστική ζωή της γης, παραβιάζονταν από την είσοδο του αμαρτωλού τους σώματος στη σπηλιά, κι έπαιρναν ξάφνου την ειδή της κόλασης. Με τέτοιο μαύρο είχαν ζωγραφίσει στα εικονίσματα το σκοτάδι της κόλασης εκείνοι που δεν είπαν όνομα, μήπως και αυτό κριθεί σαν παραβίαση. Κι ό,τι συνέβαινε πάνω στο σκοτάδι μπορούσε τώρα ν’ ασκηθεί απ’ τον εχθρό.
.
Το αγόρι χάθηκε μέσα στα ανεικονικά και απαγορευμένα σχήματα, που μεγάλος πια θα τα θυμόταν σαν μια βάσανο του νου, κυριαρχημένη όμως από την ηδονή της περιέργειας. Πολλές φορές τη μέτρησε σαν την πιο δυνατή ανάμνηση τής πριν απ’ την αιχμαλωσία ζωής του, ύστερα όμως την απέρριπτε, αφού δεν μπορούσε να συμπληρώσει τα μισοξεχασμένα πρόσωπα των δικών του για ν’ απαλύνει την αναπόφευκτη λήθη. Θυμόταν πάντως ότι, μπαίνοντας στη σπηλιά, σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να φοβηθεί. Αργότερα θα δικαιολογούσε, αφού αυτός ο φόβος φούσκωνε κάθε άνοιξη τα μήλα στο οροπέδιο. Και θα ανίχνευε τον φόβο σε όσα άγνωστα δεν είχε δει ποτέ ζωγραφισμένα, μοιάζοντας έτσι με αμαρτία δίχως σώματα. Τι άλλο ήταν η σκουριασμένη πράσινη λεπίδα, που βρήκε τότε στα σκοτάδια της σπηλιάς; Το σχήμα της δεν του θύμιζε κανένα γνωστό είδος χριστιανικού ή αραβικού μαχαιριού. Ο ίδιος δεν έβγαλε ποτέ τη λεπίδα από τα κεντημένα ρούχα τού Οθωμανού πασά, πιστεύοντας πως ήταν μάλλον η ρομφαία ενός ανεξίθρησκου αγγέλου, που όρισε τη ζωή του στην τροχιά των μαχαιριών. Γιατί τα μετέπειτα γεγονότα συνέβησαν τόσο ξαφνικά και βίαια, που δεν μπορούσαν ν’ αποτυπωθούν σε διαφορετικό τεκμήριο.
Άκουσε από τη μεριά της εισόδου τις ιαχές των εχθρών και τις κραυγές των γυναικών. Του φάνηκε πως όλες οι κραυγές έβγαιναν από το στήθος της μάνας του, κι όρμησε να χωθεί σε εκείνο και μόνο το στήθος. Προσπάθησε να βρει τον δρόμο του στο σκοτάδι. Κάπου είδε μια κόκκινη ανταύγεια και φοβήθηκε ότι έμπαινε στη σπηλιά αντί να βγαίνει. Θυμήθηκε άλλες ιστορίες για μιαν άλικη μαρμαρυγή στα βάθη της σπηλιάς και τις εξηγήσεις για κοκκινάδια παμπάλαιου τοκετού, αίμα λεχώνας και φωτιά για το ζεστό νερό στους λέβητες. Έκανε τον σταυρό του για να διώξει το δαιμονικό βρέφος και συνέχισε να βαδίζει προς την ανταύγεια. Είδε πως ήταν από τη φωτιά που είχαν βάλει οι εχθροί στην είσοδο. Μέσα απ’ τις φλόγες αναδύθηκε η μάνα του με σκισμένα ρούχα και λυτά μαλλιά, τραβώντας τον πιο μεγάλο του αδερφό από το μπράτσο. Το τρελό της μάτι προχώρησε πίσω από το πρόσωπο του μικρότερου και σκόνταψε στο στέρεο σκοτάδι. Εκεί πάνω τον είδε να ζωγραφίζεται κάτασπρος και τον αναγνώρισε. Φώναξε τ’ όνομά του δυο φορές κι έτρεξε να τον αγκαλιάσει.
.
Ο Ισμαήλ Φερίκ πασάς θυμόταν αργότερα πως το διπλό κάλεσμα της μάνας του ακούστηκε χάλκινο, επειδή σήμαινε το σιωπητήριο της πρώτης του ζωής και την έναρξη της δεύτερης, κάτι που ήταν πολύ πιο πρόωρο και πιο σκληρό από μιαν ενηλικίωση. Κι έλεγε ακόμη ότι το παιδί που λιποθύμησε στην αγκαλιά της αλλόφρονης μάνας, κοιμήθηκε αυτόν τον έξοχο θάνατο, που μόνο τα παιδιά μπορούν ν’ απολαύσουν. Και πως η ίδια η μάνα του υψώθηκε πάνω απ’ τον κύκλο των ανθρώπων και διαμιάς ξανασυνέλαβε, κύησε, γέννησε και ανέθρεψε τον δεύτερό της γιο. Πως βγήκε από τη σπηλιά δεμένος πισθάγκωνα και άρχισε μια καινούργια ζωή σαν αιχμάλωτος. Ίσως δεν θα μπορούσε διαφορετικά ν’ αντέξει τη δοκιμασία, παρά συναισθανόμενος πως είναι ήδη νεκρός. Τη λογική του συλλογισμού του ενίσχυε το γεγονός πως ήταν αγόρι, άρα μικρός άντρας, και η φυσική του θέση ήταν στην πλατεία, ανάμεσα στα κουφάρια των σφαγμένων αντρών και ακριβώς δίπλα στου πατέρα του. Και πως, τέλος, δεν ήταν ολότελα τυχαίο που προκάλεσε τη μοίρα του μπαίνοντας την πιο κρίσιμη ώρα στην απαγορευμένη σπηλιά.
Ρέα Γαλανάκη
«Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά»


Όλα τα αποσπάσματα από το ίδιο βιβλίο, εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου