Στο Χριστό, στο Κάστρο (Μέρος 6ο)


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Στο Χριστό, στο κάστρο»
.
.
.
Μέρος 6ο
Αίφνης ηκούσθησαν φωναί έξωθεν του ναού. Εξήλθον τινές των ανδρών να ίδωσι τι τρέχει. Εξήλθε κι’ η θεια το Μαλαμώ, κι’ ο κυρ-Αλεξανδρής έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και διέκοψε την ψαλμωδίαν. Ο παπάς έρριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον ψάλτην και τον εκάρφωσεν εις την θέσιν του.
Τας φωνάς είχον ρίξει ο είς των αιπόλων και ο είς των υλοτόμων, οίτινες έτυχον καθήμενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικώς του ναΐσκου. Δια των φωνών τούτων είχον απαντήσει εις τινάς κραυγάς ελθούσας απ’ αντικρύ, εκ της θαλάσσης.
Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρούπη, εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός. Αι κραυγαί ήρχοντο ακριβώς εκ της γειτονίας των αποσπασμένων βράχων και σκοπέλων υπό την φοβεράν ακτήν του Κουρούπη.
Παρήλθε πολλή ώρα εωσού εννοήσωσι τι τρέχει. Όλοι σχεδόν οι εκκλησιαζόμενοι είχον εξέλθει του ναού. Έμειναν μόνοι ο ιερεύς, όστις εκρατείτο ακλόνητος εις το χρέος του, φορεμένος ήδη τα ιερά άμφια, ετοιμαζόμενος να προσέλθη εις την προσκομιδήν, και ο κυρ-Αλεξανδρής, τον οποίον εκράτει το βλέμμα του ιερέως.
Εν τούτοις, κατ’ εικασίαν μάλλον ή εκ βεβαίας πληροφορίας, ενόησαν, ότι εκεί, υπό τον Κουρούπη, είχε προσαράξει πλοίον, από του πελάγους ερχόμενον. Η σελήνη είχε δύσει, και ο πυρσός δεν έρριπτε πόρρω το φως. Έβλεπον αμυδρώς εκεί απέναντι, εις απόστασιν μιλίου σχεδόν, επί του μαυρισμένου όγκου των αλικτύπων βράχων, έβλεπον σώμα τι αμυδρώς κινούμενον, μελανώτερον των βράχων. Αντήχουν εν τη σιγή της νυκτός, μεγεθυνόμεναι από τας ηχούς, κραυγαί αγωνίας και ταραχής, όμοιαι μ’ εκείνας τας οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι ή ναυαγοί σαστισμένοι.
Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδία είχον πρόχειρα ακόμη σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Άλο μέσον βοηθείας δεν είχον ταχύ.
Εν τούτοις ο Στεφανής ο πορθμεύς και ο Μπάντας και ο Νυφιώτης ο Γιάννης και ο Αργύρης και ο αδελφός του έλαβον ανά ένα δαυλόν και τα δύο φανάρια, και απεφάσισαν να κατέλθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν. Αλλ’ εάν ο κρημνώδης δρομίσκος δεν ήτο χιονισμένος, θα εχρειάζετο σχεδόν ημισεία ώρα δια να κατέλθη τις εκεί από το Κάστρον, και τώρα οπού ήτο χιονισμένος, και ήτο νυξ, τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, ούτε μία ώρα δεν θα ήρκει. Εις μίαν δε ώραν ηδύναντο να κατασυντριβώσι δεκάδες πλοίων και να πνιγώσιν εκατοντάδες ανθρώπων.
Ουχ ήττον οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, εκ της αυθορμήτου εκείνης φιλανθρωπίας, ήτις είναι οιονεί φυσική ορμή, ως συμπάθεια της σαρκός προς την σάρκα, και είναι το πρώτον και τελευταίον αίσθημα το συγκινούν την καρδίαν, μετά την πρώτην έκπληξιν, και πριν προφθάσασα πνεύση η παγερά πνοή της φιλαυτίας και αδιαφορίας, οι άνθρωποι, λέγω, έλαβον τους δαυλούς των κι’ έτρεξαν έξω της πύλης και της γεφύρας, και ήρχισαν να τρέχωσι τον κατήφορον.
Οι λοιποί, μείναντες επάνω, ησχολούντο ν’ ανανεώσιν ολονέν την φλόγα, μη παύοντες να ρίπτωσι ξηρά κλαδιά εις το πυρ.
Ο ιερεύς εβράδυνεν επίτηδες εις την Πρόθεσιν, κι’ εμνημόνευσε την πρωίαν εκείνην όσα ονόματα είχεν αποθαμένα, ου μόνον τα ιδικά του και των ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, ου μόνον όσα είχε γραφτά, αλλά και όσα εκ μνήμης εγνώριζεν· εγνώριζε δ’ εκ μνήμης όλα τα ονόματα της πολίχνης, αποθαμένα και ζωντανά. Εδεήθη και υπέρ διασώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου περί ου, χωρίς να ζητήση εξήγησιν, αμέσως είχεν εννοήσει τα συμβάντα.
Τέλος αι κραυγαί μικρόν κατά μικρόν έπαυσαν, ησυχία επήλθεν. Εφάνη, ότι βωβή συμφορά είχεν ενσκήψει, ή ότι η δυσχέρεια έλαβε πέρας. Δύο άλλοι άνδρες ανησυχήσαντες εξήλθον έως την Αγίαν Κυριακήν, πέραν της ξυλίνης γεφύρας με δύο πυρσούς εις τας χείρας.
Παρήλθεν ολίγη ώρα· ο ιερεύς αργά-αργά εμβήκεν εις την λειτουργίαν, ελπίζων να ήρχοντο εν τω μεταξύ και οι απόντες. Αλλ’ η λειτουργία προυχώρει, και ψυχή δεν εφαίνετο. Τέλος εις το «Μετά φόβου Θεού», επέστρεψαν πρώτοι οι τελευταίοι εξελθόντες προς επισκόπησιν, είτα εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής και οι μετ’ αυτού καταβάντες εις τον αιγιαλόν, και μετ’ αυτών τρεις άγνωστοι με ναυτικά ενδύματα και με κηρωτούς επενδύτας. Έφθασαν όλοι ακριβώς όπως ασπασθώσιν τας εικόνας και λάβωσι το αντίδωρον.
Ενώ ο κυρ-Αλεξανδρής ανεγίγνωσκε το «Ευλογήσω τον Κύριον», οι άνδρες εξηγούντο ταπεινή τη φωνή τα συμβάντα. Το εξοκείλαν πλοίον ήτο το γολεττί του καπετάν-Κωνσταντή του Λημνιαραίου, αυτοπροσώπως παρόντος εκεί. Ο ίδιος, ανήρ μεσήλιξ, βραχύς το σώμα, με αδρόν μύστακα, διηγείτο τα εξής: προ δύο ημερών ήτο προσωρμισμένος εις την Δάφνην, τον μεσημβρινόν όρμον του Αγίου Όρους, αλλ’ ο βορειάς, τον εξούριασε, αι αλυσίδαι των αγκυρών του εκόπησαν υπό της βίας του ανέμου, και παρεσύρθη δια μιας δέκα μιλίων μακράν. Μάτην προσεπάθησε με όλας τας δυνάμεις του να προσεγγίση εις τον Κουφόν, τον γνωστόν όρμον της Συκιάς, του μεσαίου λαιμού της Χαλκιδικής, όπου άμα εισπλεύση τις δεν βλέπει πλέον πόθεν εισέπλευσεν, αλλ’ όπου δυσκόλως εισπλέει τις. Ο όρμος ομοιάζει με λίμνην μεσόγειον, μη έχουσαν ορατόν στόμιον, τόσον είναι ασφαλής. Και το γολεττί ξυλάρμενον, μετά ματαίας προσπαθείας, παρεσύρθη υπό της τρικυμίας προς τας νήσους, όπου την νύκτα εκείνην των Χριστουγέννων οι αγωνιώντες  ναυβάται είδον έξαφνα φως, ως φάρον οδηγούντα, αυτούς τους πυρσούς, ους είχον ανάψει έμπροσθεν του ναΐσκου του Χριστού οι τραχείς αιπόλοι. Ο πυρσός εκείνος εφάνη προς αυτούς ως θείον πράγματι θαύμα, ως να εθερμαίνοντο περί αυτόν αγραυλούντες οι ποιμένες εκείνοι ακούσαντες το «Δόξα εν υψίστοις».
Επλησίασαν, φερόμενοι μάλλον ή πλέοντες, προς το μέρος τούτο, και τότε εκινδύνευσαν να κατασυντριβώσιν εις τους βράχους του Κουρούπη. Ευτυχώς, δι’ επιτηδείου χειρισμού, απέφυγον την καταστροφήν, κι’ εκάθισαν το σκάφος εις τα ρηχά, επί της άμμου, όπου τόσον καλά ήτο εξησφαλισμένον, όσον δεν ηδύνατο να είναι με τας δύο αγκύρας του, τας μεινάσας ως ομήρους εις τον βυθόν του όρμου της Δάφνης.
Έφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ οι υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δεκάδας κοσσύφια αλατισμένα· και ο καπετάν-Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν, όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και έν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημισείαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία. Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότες, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχον φέρει μεθ’ αυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του.
Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ κι’ επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος απεφάσισαν ν’ απέλθωσιν. Ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του μετά δύο άλλων βοηθών επανήλθον εις την μικράν αμμουδιάν υπό τα Μποστάνια, καθείλκυσαν την λέμβον, επέβησαν αυτής, και κάμψαντες το Κάστρο, την έφερον από Σοφράν εις το βορειανατολικόν μέρος. Τη βοηθεία της δυνατής βάρκας του μπαρμπα-Στεφανή και της μικράς φελούκας του Λημνίου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες, δεν εβράδυναν να ξεκαθίσωσιν από την άμμον το γολεττί, το οποίον δεν είχε πάθει τίποτε, αλλ’ εφαίνετο ως μαλακώς πλαγιασμένον και αναπαυόμενον κατόπιν πολλών κόπων. Και αποχαιρετίσαντες τους αιπόλους, επεβιβάσθησαν οι μεν εις το γολεττί, οι δε εις την βάρκαν, πότε ρυμουλκουμένην, πότε ρυμουλκούσαν, και με ιστία και με κώπας πλέοντες, δια της βορειανατολικής οδού την φοράν ταύτην, ως συντομωτέρας και ευπλοωτέρας εις την κάθοδον, έφθασαν αισίως εις την πολίχνην.
ΤΕΛΟΣ
(Περ. «Εστία», Ιαν. 1892, σ. 1 και 23)
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
«Στο Χριστό, στο κάστρο»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου