Τι το πείραζε το κόμμα, αν θα ήτανε αυτή;

Καθόμαστε με τη Βάγια στην αυλή. Πέρασαν οι άπνοες μέρες του Αυγούστου με τις υγρές νύχτες. Ο Σεπτέμβρης έρχεται γλυκός και ανάλαφρος. Έκλεισα ένα χρόνο, τέσσερις μήνες και πέντε μέρες στην Τασκένδη. Είναι εφτά η ώρα το απόγευμα. Η Δαφνούλα κοιμάται. Είναι οχτώ μηνών. 'Ενα κοριτσάκι με γαλάζια μάτια που θα μοιάσει, είμαι σίγουρη, της Λίζας, κι έχει τα πυκνά φρύδια του Αχιλλέα. Από μένα δεν πήρε τίποτα. Δεν με νοιάζει, πήρε το όνομα. 0 Αχιλλέας δεν ήθελε να την πούμε Δάφνη. «Αφού λεν εσένα», δικαιολογήθηκε. «Εμένα, το ξέρεις πως δεν με λένε πια Δάφνη, κι εσύ ούτε με φώναξες ποτέ έτσι.» «Μια κι επιμένεις τόσο...» Τώρα, εκείνος λείπει εδώ και είκοσι μέρες. Τον έχουν καλέσει στην «έδρα», όπου βρίσκεται η καθοδήγηση του κόμματος. Τέλειωσε τη στρατιωτική σχολή με άριστα ο Αχιλλέας. Ούτε βέβαια χρειάστηκε να ξαναπιάσει το όπλο... με δίπλωμα πια. Τώρα δουλεύει στο κόμμα. Εκεί χρειάζεται, έτσι λέει.
Είναι Σάββατο, κι όλοι έχουν γυρίσει από τις δουλειές τους πιο νωρίς ή από τα μαθήματα, όσοι σπουδάζουν. Έρχονται ένας ένας οι άντρες, ξεγυμνώνονται από τη μέση και πάνω και πλένονται στη βρύση της αυλής. Οι γυναίκες έχουν πλυθεί στις σκάφες στην αποθήκη και βγαίνουν με μουσκεμένα μαλλιά. Η Ροδιά έχει στεριώσει τα δικά της ψηλά, σ’ ένα μεγάλο κότσο. Της πάνε. Ο Αλεπούλης, ο άντρας της, δεν έχει φανεί καθόλου.
― Πού είναι ο δικός σου; ρωτάει ο Αργύρης που μένει με τη γυναίκα του και τα παιδιά του στο απέναντί μας δωμάτιο.
― Έχει δουλειά, του απαντάει ξερά.
― Α, κάνει εκείνος σαν να κατάλαβε κάτι
Ο Αργύρης γνέφει στη Βάγια και σε μένα, που καθόμασταν στα σκαλάκια, να πάμε κάτω από τη βουκαμβίλια. Εδώ και κάμποσες μέρες, οι λίγες οικογένειες που μένουμε σ’ αυτό το σπίτι έχουμε χωριστεί σε δυο στρατόπεδα. Άλλοι κάτω από τη βουκαμβίλια κι άλλοι κάτω από την κληματαριά. «Μας πήρανε το τραπέζι», μουρμούριζε η Βάγια. Κάτω από την κληματαριά ήτανε στημένο ένα σανιδένιο τραπέζι. Εκεί πολλές φορές, τις ζεστές καλοκαιριάτικες νύχτες φέρναμε τα φαγητά μας κι όποιος ερχότανε έτρωγε χωρίς να ρωτήσει τίνος είναι το φαί. Εκεί πιάνανε τ’ αντάρτικα τραγούδια κι απλωνότανε μετά η μεγάλη νοσταλγία. «Σαν τέτοια μέρα στο χωριό μας είχαμε πανηγύρι.» «Κλείνουν πέντε χρόνια που πέθανε η μάνα μου. 0 τάφος θα χορτάριασε να με περιμένει.» Τώρα, πάνε όλα αυτά. Πότε πρωτόγινε η αλλαγή; Θαρρώ το ίδιο βράδυ που έφυγε ο Αχιλλέας, γιατί είχα νιώσει ξαλαφρωμένη που μπορούσα να διαλέξω ξένοιαστα τη βουκαμβίλια. Μπορεί και ν’ άρχισε από μια φράση που είπε κείνο το βράδυ στην αυλή ο Αργύρης. «Τι στο διάβολο πια κι αυτός, δεν μπορεί να λέει τόσο μεγάλες ψευτιές για κάτι που το ζήσαμε στο πετσί μας.» Κι εννοούσε κάποιον που είχε έρθει από την «έδρα» να αναλύσει την κατάσταση σε μια συνέλευση. Η Ροδιά είχε αγριέψει. «Θα το πληρώσεις αυτό που είπες.» «Πώς τολμάς;» συμπλήρωσε κι ο Αλεπούλης, «να κρίνεις τον ΠΡΩΤΟ των ΠΡΩΤΩΝ;» Ο Αργύρης είχε πάρει φόρα και δεν χαριζότανε σε κανέναν. Έκρινε, σχολίαζε, καταδίκαζε όσα είχανε διαδραματιστεί στο βουνό και πριν και μετά. «ΕΚΕΙΝΟΣ δεν λαθεύει ποτέ», ξανάκαμε πιο άγρια η Ροδιά. «Εδώ ο θεός έχει λαθέψει», πετάχτηκε η Βάγια, που ως εκείνη τη στιγμή δεν είχε ανοίξει το στόμα της.
Η Ροδιά πήγε και στάθηκε μπροστά της, την κοίταζε στην αρχή αμίλητη κι ύστερα είπε, είπε μια μια τις λέξεις της, κομπολόι που αργοπέφτουν οι χάντρες του: «Εσύ καλύτερα να κρύψεις τις πομπές σου, παρά να μιλάς». Η Βάγια αναψοκοκκίνισε, έριξε ένα βλέμμα γύρω της, σαν να ζητούσε βοήθεια, κι έτρεξε στο δωμάτιο της. Πήγα κι εγώ ξοπίσω της. Η Βάγια έκλαιγε. Απέξω ακουγόντανε οι φωνές του Αργύρη και της Ροδιάς που καβγάδιζαν.
Οι πομπές της Βάγιας! Το αμάρτημά της ήτανε ότι είχε αγαπήσει τον Κυριάκο, τον γιατρό που με ξεγέννησε, που είχε δική του κλινική στη Λάρισα, που τα είχε παρατήσει όλα: λεφτά, δουλειά, γυναίκα, παιδιά, για να πάει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον Δημοκρατικό Στρατό. Η Βάγια ήτανε δεκαεννιά χρονώ όταν βγήκε στο βουνό. Τρεις φορές την είχανε σπάσει στο ξύλο στο χωριό της — κάπου στη Μακεδονία - και το ’ξερε πως την τέταρτη θα τη σκότωναν. Η ίδια η μάνα της έσκαψε λαγούμι και τη φυγάδεψε. Βρέθηκε στις μάχες κοντά στον γιατρό, που είχε στήσει ένα κινητό χειρουργείο και χειρουργούσε τα πάντα. Διάλεξε τη Βάγια για νοσοκόμα, όχι γιατί ήτανε νοστιμούλα, μα γιατί της έκοβε. Και όταν έκανε κείνος εγχειρήσεις, του περνούσε τα εργαλεία σαν έμπειρη βοηθός. Από τότε την κράτησε κοντά του, ώσπου φτάσανε στην Τασκένδη. Καταδικασμένη μια τέτοια αγάπη. Από το κόμμα πρώτ’ απ' όλα. 0 γιατρός δούλευε τώρα σ’ ένα μεγάλο νοσοκομείο. «Τον λατρεύουν όλοι εκεί μέσα», λέει η Βάγια, «πώς μπορείς να μη λατρέψεις έναν τέτοιον άνθρωπο!» Τον γνώρισα τον Κυριάκο όταν πήγα πρώτη φορά να μ’ εξετάσει αν ήμουν έγκυος. Η Βάγια με είχε βοηθήσει ν’ ανέβω στην πολυθρόνα. «Ξέρεις τι θα πει να κρύβεις την αγάπη σου μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο, να πλαγιάζεις με τον άντρα που λατρεύεις στα βιαστικά σε τούτη εδώ την πολυθρόνα και να ξέρεις πως δεν θα κάνεις ποτέ παιδί δικό του;» Ο Κυριάκος είχε δυο γιους και τη γυναίκα του, που αναγκάστηκαν να καταφύγουνε σε συγγενείς στην Αθήνα, γιατί τους ρήμαξαν όταν βγήκε κείνος στο βουνό. Τα ξέρει όλα η Βάγια, μα το πήρε απόφαση να μείνει κοντά του. Μόνο που θα ’θελε να γίνονταν όλα στα φανερά. Τι το κακό; Μια γυναίκα θα του ’πεφτε, που ζει μονάχος τόσα χρόνια, και ποιος ξέρει για πόσα ακόμα. Τι το πείραζε το κόμμα, αν θα ήτανε αυτή; Λύσσαξε η Ροδιά, γιατί ο άντρας της είναι μισή μερίδα...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου