Σιωπές θυμόταν κι όχι κουβέντες

Ξανά στο αμάξι, για ένα σερί οροπεδίων και απόκρημνων ακτών με φόντο βουνά σαν γκρίζες σουρωτές φούστες που έπεφταν ως κάτω.
Είναι κάτι δρόμοι που στρίβουν από δω, στρίβουν από κει, λες και αρνούνται να φτάσουν.
Τους χτύπησε και η ζέστη του μεσημεριού, είδαν κι έπαθαν να πετύχουν το μικρό οροπέδιο Παγωμένου, με τις δυο γειτόνισσες, Χαμομούρι και Γούρι, και τα Καμένα, μόνα, απέναντι.
Υψόμετρο εννιακόσια εβδομήντα, κάτοικοι τετρακόσιοι πενήντα. Με τριάντα έξι βαθμούς υπό σκιά και τους τρεμουλιαστούς υδρατμούς, η πρώτη εντύπωση ήταν ότι επρόκειτο για χαμάμ.
― Ένα στοπ, παρακαλώ, είπε ο Ρουσιάς και περπάτησε γρήγορα το βλέμμα του πέρα, στα διακόσια μέτρα δρόμου με τα μαγαζιά και τις φωτεινές κηλίδες των λαχανοπράσινων κουφωμάτων. Κατά τα άλλα, γκρίζα ντουβάρια και χάλαρα, σπίτια και βράχια ένα, τα ασβεστωμένα λιγοστά.
Πέρα, στο ένα χιλιόμετρο χωματόδρομου, το μισό πατρικό του, το άλλο μισό κρυμμένο από τον πρίνο.
Έδωσε στον ταξιτζή οδηγίες, έγειρε στην πλάτη του καθίσματος σα να μισοκρύφτηκε και έκλεισε τα μάτια, όχι όλα δια μιας, σκέφτηκε.
― Άντζελα, μεγάλη Άντζελα, συλλάβισε ο νεαρός και δυνάμωσε μια ιδέα τον ήχο, ήταν φανερό πως ετούτη η κούρσα του άρεσε, έπιανε κάτι μυστήριο στον τύπο του πίσω καθίσματος, που από το καθρεφτάκι τον τσάκωσε να τινάζει τα δάκρυα που τρέχανε απ’ τα κλειστά του μάτια και να στεγνώνει τα μάγουλα με τα δάχτυλα.
*-*-*-*
― Ο πρίνος.
Ο ταξιτζής πάρκαρε στη σκιά του δέντρου, το χάζεψε, έβγαλε τη βαλίτσα του Ρουσιά, που σκάλιζε το πορτοφόλι του, ορίστε, είπε και έδωσε στον νεαρό ένα μπουκετάκι δολάρια.
― Νεκτάριος Πατσουμαδάκης. Πάρε την κάρτα μου, ξέρω την Κρήτη σαν τη γυναίκα μου. Τις στροφές των Σφακιών τις παίρνω με κλειστά μάτια. Όποτε με χρειαστείς, Νεκτάριος, ρίξε ένα τηλεφωνάκι κι έφτασα ρουκέτα.
Πήρε τη στροφή, αρκεί να σ’ αρέσει η Άντζελα, τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε, φώναξε, κούνησε το χέρι του κι έφυγε αστραπή.
Ο Ρουσιάς σήκωσε τις ποδάρες του και πάτησε δυνατά το χώμα εδώ κι εκεί, το ξερό χώμα στο κατώφλι του σπιτιού του, κοίταξε τα τρία πέτρινα σκαλοπάτια, χτύπησε τα παπούτσια του κι εκεί κάμποσες φορές, στην τσιμεντένια αυλή κοπάνησε κάθε βήμα του ξανά και ξανά για να το πιστέψει, ήρθα, γύρισε και έκλεισε το μάτι στον πρίνο, ήρθα.
Η πόρτα βαμμένη στο ίδιο λαχανί, όπως παλιά, ήταν κλειστή, το κλειδί απάνω, κανείς.
Του φάνηκε πως δεν είχε δικαίωμα να μπει. Γύρισε γύρω γύρω και βρήκε πέντε ντενεκεδάκια της φυτίνης με καντιφέδες κι έναν πλίνθο. Κάθισε, πολλή δουλειά να ξαναβρείς έναν ξεχασμένο τόπο, μονολόγησε, πολλή δουλειά, κόσμος γνωστός και άγνωστος, μέρη που κάτι λένε και κάτι αποσιωπούν, μικροπράγματα του παρελθόντος και της φαντασίας που ξεπετάγονται ένα ένα και πρώτος ο πλίνθος, καφτός, που ζέστανε απότομα τον πισινό του.
Παλιά, μετά το φαΐ, ο πατέρας του έβγαινε στην πίσω αυλή, ρευόταν, έβαζε όρθιο τον πλίνθο, καθόταν, σήκωνε τα μπαντζάκια να λιάσει τα γόνατα και χανόταν στις σκέψεις του. Δεν έδινε σημασία ούτε στις κότες που τσιμπούσανε τα σουσάμια, η Αντιγόνη τους, η μεγάλη αδερφή, μετά το μεσημεριανό, τίναζε εκεί το τραπεζομάντιλο.
Σιωπές θυμόταν κι όχι κουβέντες. Οι γονείς του δεν πολυμιλούσανε. Εκείνος, για να μην της δίνει αφορμές για μούτρα κι εκείνη, για να μην του δίνει αφορμές για αγριάδες. Δεν εμπιστεύονταν τα λόγια, μήπως δεν κουμαντάρουν τη γλώσσα, μην περσέψει κάνα φάλτσο και βάλει φωτιά στα αίματα, στα αίματα εκείνου, γιατί η μάνα φούντωνε μόνο με τρίτους, αντιμέτωπη με τον άντρα της ήταν της κατάσβεσης, τουλάχιστον μπροστά στα παιδιά.
Ο Ρουσιάς θα συναντούσε όλους αυτούς που δεν τον περίμεναν. Έκλεισε τα μάτια και άφησε τα υπόλοιπα στα αυτιά του, κρωξίματα πουλιών, κουδουνίσματα αόρατων κοπαδιών, απότομες ριπές αέρα σαν μπουρίνι στο πέλαγος των βουνών και με κλειστά μάτια λοιπόν, αυτός ο ίδιος αχός, οροπέδιο Παγωμένου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου